ἀμφίκλυστος

Revision as of 18:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A washed on both sides by waves, ἀκτή, of a promontory, S.Tr.752, cf. 780; ἠιών Str.11.4.2; χῶμα App.BC5.72.

German (Pape)

[Seite 140] rings umspült, umfluthet, ἀκτή Soph. Tr. 749, πέτρα 777; χοιράδες Lyc. 633.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκλυστος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν περικλυζόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἀκτή τις ἀμφ., ἐπὶ ἀκρωτηρίου, Σοφ. Τρ. 752, πρβλ. 780.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné tout autour.
Étymologie: ἀμφί, κλύζω.

Spanish (DGE)

-ον
batido enteramente por el agua de cabos o promontorios ἀκτή S.Tr.752, πέτρα S.Tr.780, ἠιών Str.11.4.2, χῶμα App.BC 5.72, χοιράδας Lyc.633.

Greek Monolingual

ἀμφίκλυστος, -ον (Α) ἀμφικλύζω
αυτός που κατακλύζεται από νερά κι από τις δύο πλευρές ή που βρέχεται από παντού.

Greek Monotonic

ἀμφίκλυστος: -ον (κλύζω), βρεγμένος και στις δύο πλευρές από τα κύματα, σε Σοφ.