γυμνωτέος

Revision as of 18:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

α, ον,

   A to be stripped of, τινός Pl.R.361c.    II γυμνωτέον, one must strip, Gal.10.448: pl., -τέα Them.Or.23.294c.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνωτέος: -α, -ον, ὃν πρέπει να ἀπογυμνώσῃ ἢ νὰ ἀποστερήσῃ τις, τινὸς Πλάτ. Πολιτ. 361C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de γυμνόω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 de pers. que debe ser privado de c. gen. γ. δὴ πάντων πλὴν δικαιοσύνης Pl.R.361c.
2 de palabras que debe ser puesto en evidencia ὅμως δὲ ἔτι καὶ μᾶλλον ἀποκαλυπτέα καὶ γυμνωτέα Them.Or.23.294c.

Greek Monotonic

γυμνωτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του γυμνόω, πρέπει κανείς να απογυμνώσει· τινός, σε Πλάτ.