ἁσυχία

Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

German (Pape)

[Seite 381] u. ä., dor. für ἡσυχία u. ä.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡσυχία.

Greek Monotonic

ἁσυχία: ἅσυχος, Δωρ. αντί ἡσυχία, ἥσυχος.