ἥσυχος

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἥσῠχος Medium diacritics: ἥσυχος Low diacritics: ήσυχος Capitals: ΗΣΥΧΟΣ
Transliteration A: hḗsychos Transliteration B: hēsychos Transliteration C: isychos Beta Code: h(/suxos

English (LSJ)

Dor. ἅσυχος (v. fin.), ον,
A quiet, ἥ. ἀνστρέφεται Hes.Th. 763; ἥσυχοι ἔργ' ἐνέμοντο Id.Op.119; ἥσυχος… ὁδὸν ἔρχεο = go thy way in peace, Thgn.331; ἥσυχος καθεύδειν Anacr.88; ἥσυχος θακεῖν, θάσσειν, S.Aj. 325, E.Hec.35; ἥσυχοι ἔστε Hdt.7.13, cf. 1.88; ἔχ' ἥσυχος = keep quiet, keep still, Id.8.65, E.Med.550; μέν' ἥσυχος Ar.Av.1199, Th.925; γίγνεσθε E.Cyc.94, cf. Ba.1362; κατεθεᾶτο X.Cyr.5.3.55; ἡσύχῳ ποδὶ χωρεῖν E.Or.[136]; ἡσύχῳ φρενῶν βάσει = with quiet confidence of spirit / with quiet steadfastness of soul, i.e. in thought, A.Ch.452; ἐν ἡσύχῳ = quietly, S.OC82; ἥσυχος δορί = inactive with it, E.Fr.998; τὸ ἥσυχον τῆς εἰρήνης, v.l. for ἡσύχιον, Th.1.120; νοῦς ἥσυχος τῶν πράξεων at rest from... free from . ., Plot.6.8.5.
2 quiet, gentle, of character, in Comp. ἡσυχαιτέρα, A.Eu.223, cf. E.Supp.952, etc.; οἱ δ' ἀφ' ἡσύχου ποδὸς δύσκλειαν ἐκτήσαντο Id.Med.217; ὄμματος παρ' ἡ. A.Supp.199; γλῶσσα ἡσυχωτέρα S.Ant.1089; ὀργῇ ὑπόθες ἥσυχον πόδα moderate thy wrath, E. Ba.647; τὸ ξύνηθες ἥσυχον their accustomed quietness, Th.6.34; ἡσυχαίτερα = less severe, Id.3.82.
3 cautious, πρόνοια E.Or.1407 (lyr.); of persons, Id.Supp.509.
4 of the voice, gentle, φωνὴ ἡσυχαιτέρα X.Cyr.1.4.4.
5 implicit, Plot.6.2.20.
II Comp. and Sup. ἡσυχαίτερος, ἡσυχαίτατος, A.Eu.l.c., Th.3.82, Pl.Phlb.24c, X.Cyr.1.4.4, 6.2.12; ἡσυχώτερος, ἡσυχώτατος, S.Ant.1089, Pl.Chrm.160a (nisileg. ἡσυχιώτατος); ἡσυχέστατος Sch.Lyc.3.
III Adv. ἡσύχως A.Supp.724; κάρτ' ἂν εἶχον ἡσύχως E.Supp. 305; ἡ. ναίειν Id.Heracl.7; gently, cautiously, Id.Or.698; slowly, πορεύεσθαι X.Cyr.5.3.53, etc.: Ion. Comp. ἡσυχέστερον Hp.Salubr.3,5: Sup., ὡς ἡσυχαίτατα Pl.Chrm.160a: neut. ἥσυχον, Dor. ἅσυχον, as adverb, v.l. in Theoc.14.27: pl., ἅσυχα Id.2.11,100, 6.12, Hymn.Is.103. (Dor. ἁσύχιος is dub., ἥσυχος, ἡσυχῆ, ἡσυχία codd. Pi., ἡσύχιμος, ἡσύχιος, as v.l.)

German (Pape)

[Seite 1178] ον (ἧμαι? nach Döderlein mit ἧκα, ἥσσων verwandt), ruh ig, still, ungestört, sorglos; ἥσυχοι ἔργα νέμοντο Hes. O. 119; ὄμματος παρ' ἡσύχου Aesch. Suppl. 196; ἡσύχῳ φρενῶν βάσει Ch. 445; ἥσυχος θακεῖ Soph. Ai. 318; ὥστε πᾶν ἐν ἡσύχῳ ἔξεστι φωνεῖν in Ruhe, O. C. 82; Eur. ἥσυχον θάσσειν, μένειν, Hec. 35 Troad. 985; ἥσυχον ἐᾶν τινα, in Ruhe lassen, Ar. Vesp. 190; βίος Plat. Polit. 307 e; ἔχ' ἥσυχος, sei still, Ar. Plut. 127; vgl. Eur. Med. 550 Her. 8, 65; ἥσυχον παρελαύνειν, ruhig, langsam vorbereiten, Xen. Cyr. 5, 3, 55. – Comparat. (von ἡσυχαῖος entlehnt) ἡσυχαίτερος, Aesch. Eum. 214; ἡσυχαίτερα χαλεπά, gelindere Uebel, Thuc. 3, 82; Plat. Phil. 24 c; ἡσυχαίτεροι διεφοίτων, langsamer, Xen. Cyr. 6, 2, 12; die von Thom. Hag. verworfene Form ἡσυχώτερος hat Soph. Ant. 1076, wie ἡσυχώτατος Plat. Charm. 160 a. Beim Schol. Lycophr. 3 ἡσυχεστάτη. – Adv. ἡσύχως, Aesch. καὶ σεσωφρονισμένως, Suppl. 705; ἔχειν Eur. Suppl. 315; ὡς ἡσυχαίτατα, Gegensatz von ὡς τάχιστα, Plat. Charm. 160 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tranquille :
I. 1 immobile;
2 qui se meut doucement, sans agitation, calme, lent : ἥσυχος βάσις φρενῶν ESCHL allure calme de la pensée;
3 silencieux ; ἥσυχοι ἔστε HDT restez silencieux ; ἔχ' ἥσυχος HDT garde le silence, demeure tranquille, patience ! ἥσυχον θακεῖν SOPH être assis silencieux ; réservé, qui se tient à l'écart;
4 placide, calme, doux ; τὸ ξύνηθες ἥσυχον THC la douceur accoutumée (de qqn) ; doux, bienveillant;
II. non troublé ; particul. qui est en sûreté, sûr, tranquille : ἐν ἡσύχῳ SOPH en toute sécurité;
Cp. ἡσυχαίτερος, rar. ἡσυχώτερος ; Sp. ἡσυχώτατος.
Étymologie: R. Ἡσ, être assis, d'où ἧμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἥσῠχος: дор. ἅσῠχος (ᾱ)
1 спокойный, мирный (βίος Plat.): Ἀχαιοὶ ἥσυχοι θάσσουσι ἐπ᾽ ἀκταῖς τῆς Θρῃκίας Eur. ахейцы мирно пребывают на берегах Фракии; ἔχ᾽ ἥ. Eur. успокойся; οὐχ ἥ. πέτρας ὀρείας παῖς Ἠχώ Eur. неугомонная дочь скалистых гор Эхо;
2 тихий, молчаливый: ὁ συννοίῃ ἐχόμενος ἥ. ἦν Her. он в раздумье молчал;
3 спокойный, тихий, ясный (νύξ Plut.; πρόνοια Eur.);
4 мирный, миролюбивый: ἄστη φυλάσσεθ᾽ ἥσυχοι μεθ᾽ ἡσύχων Eur. охраняйте (свои) города, миролюбивые среди миролюбивых;
5 тихий, мягкий, кроткий (ὄμμα Aesch.; γλῶσσα Soph.): ὀργῇ ὑπόθες ἥσυχον πόδα Eur. смягчи (уйми) свой гнев.

Greek (Liddell-Scott)

ἥσῠχος: Δωρ. ἅσυχος, ον, (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὡς τὸ ἡσύχιος, ἤρεμος, ἥσυχος, ἀκίνητος, σιωπηλός, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κινούμενος, λαλῶν, ἐργαζόμενος, κτλ.· ἥσ. ἀνστρέφεται Ἡσ. Θ. 763· ἥσυχοι ἔργα νέμοντο ὁ αὐτ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 119· ἥσ… ὁδὸν ἔρχεο Θέογν. 331· ἥσ. καθεύδειν Ἀνακρ. 88· ἥσ. θακεῖν, θάσσειν, καθῆσθαι Σοφ. Αἴ. 325, Εὐρ. Ἑκ. 35, κτλ.· ἥσυχοί ἐστε Ἡρόδ. 7. 13, πρβλ. 1. 88· ἔχ’ ἥσυχος, μένε ἥσυχος, ἡσύχαζε, ὁ αὐτ. 8. 65, Εὐρ. Μηδ. 550· μέν’ ἥσ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1199, Θεσμ. 925· γίγνεσθε Εὐρ. Κύκλ. 94, πρβλ. Βάκχ. 1361· καταθεᾶτο Ξεν. Κύρ. 5. 3, 55· ἡσύχῳ ποδὶ χωρεῖν Εὐρ. Ὄρ. 136· ἡσύχῳ βάσει φρενῶν, δηλ. ἡσύχως διαλογιζόμενος, Αἰσχύλ. Χο. 452· ἥσ. λακεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1109· ἐν ἡσύχῳ, ἡσύχως, Σοφ. Ο. Κ. 82· ἥσυχος δορί, ἀδρανὴς ὡς πρός.., Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 63. 2) ἥσυχος, ἤρεμος, πρᾶος, ἐπὶ χαρακτῆρος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 223, Εὐρ. Ἱκέτ. 952, κτλ.· τοὺς ἀφ’ ἡσύχου ποδός, τοὺς διάγοντας ἥσυχον βίον, ὁ αὐτ. Μηδ. 217· ὄμματος παρ’ ἡσ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 199· γλῶσσα Σοφ. Ἀντ. 1089· ὀργῇ ὑπόθες ἥσυχον πόδα, μετρίασον τὴν ὀργήν σου, Εὐρ. Βάκχ. 647· τὸ ξύνηθες ἥσυχον, τὴν συνήθη ἡσυχίαν, Θουκ. 6. 34· ἡσυχαίτερα, ἧττον αὐστηρά, ὁ αὐτ. 3. 82· - ὡσαύτως, προσεκτικός, Εὐρ. Ὀρ. 1407, Ἱκέτ. 509. ΙΙ. τὰ κοινὰ πάρ’ Ἀττ. συγκριτικὰ καὶ ὑπερθετ. ἦσαν: ἡσυχαίτερος, -αίτατος, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 223, Θουκ. 3. 82, Πλάτ. Φιλήβ. 24C, Ξεν, Κύρ. 1. 4, 4., 6. 2, 12· ἀλλ’ ὡσαύτως εὕρηται ὁ ὁμαλὸς τύπος -ώτερος, Σοφ. Ἀντ. 1089, Πλάτ. Χαρμ. 160Α. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -χως, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 724· κάρτ’ ἂν εἶχον ἡσύχως Εὐρ. Ἱκέτ. 305· ἡσ. ναίειν ὁ αὐτ. Ἡρακλ. 7· ἠρέμα, μετὰ προσοχῆς, ὁ αὐτ. Ὀρ. 698, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 53, κτλ.· - Ἰων. συγκριτ. ἡσυχέστερον Ἱππ. 338. 12, 50· ὑπερθετ. ἡσυχαίτατα Πλάτ. Χαρμ. 160Α. - Τὸ οὐδ. ἥσυχον, Δωρ. ἅσυχον, εἶνε ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐππίρ., Θεόκρ. 14. 27· καὶ πληθ. ἅσυχα, ὁ αὐτ. 2. 11, 100., 6. 12· ὡς τὸ ἡσυχῇ. (Κατὰ τὸν Benfey ἐκ τῆς √ΗΣ, ἧμαι, καθήμενος, πρβλ. τὸ Λατ. sedatus).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἥσυχος, -ον)
1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα»)
2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα»)
3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος, ξένοιαστος (α. «ήσυχα γεράματα» β. «μείνε ήσυχος»)
4. πράος, μαλακός
νεοελλ.
1. υπάκουος, υποταγμένος
2. λογικός («διά πλέον καλύτερο και ήσυχο, ότι να τους ειπούν την αλήθεια», Σουμμ.)
αρχ.
1. αυτός που δεν αναλαμβάνει κάποιο έργο, αδρανής (ἥσυχος δορί», Ευρ.)
2. προσεκτικός, με περίσκεψη
3. (για φωνή ή ήχο) χαμηλός, μη έντονος
4. υπονοούμενος
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἥσυχον και δωρ. ἅσυχον και πληθ. ἅσυχα
ήσυχα.
επίρρ...
ησύχως και ήσυχα (AM ἡσύχως και ἥσυχα, Α δωρ. τ. ἅσυχα)
1. με ήσυχο τρόπο, αθόρυβα, ήρεμα
νεοελλ.
1. με ακινησία, με σιωπή, σιωπηλά («καθήστε ήσυχα»)
2. χωρίς υπερβολικό θόρυβο («παίζετε ήσυχα»)
3. με ψυχική ηρεμία, με γαλήνη («σκέφθηκε ήσυχα)
αρχ.
1. περιορισμένα, αθόρυβα («ἅσυχα κοχλάζοντος αἰγιαλοῖο», Θεόκρ.)
2. με προσοχή, με περίσκεψη («πορεύεσθαι ἐκέλευσεν ἡσύχως», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. με μακρό οφείλονται σε υπερδωρισμό.
ΠΑΡ. ησυχάζω, ησυχία
αρχ.
ησυχαίος, ησυχῄ, ησυχίδας, ησυχικός, ησυχούμαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. ησυχοποιός. (Β συνθετικό) ανήσυχος
φιλήσυχος
αρχ.
πολυήσυχος.

Greek Monotonic

ἥσυχος: Δωρ. ἅσυχος, -ον,
I. 1. ήρεμος, ακίνητος, σιωπηλός, ήσυχος, γαλήνιος, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· ἡσύχῳ βάσει φρενῶν, δηλ. ήσυχα διαλογιζόμενος, σε Αισχύλ.· ἐν ἡσύχῳ, σιωπηλά, με ήρεμο τρόπο, σε Σοφ.
2. ήπιος, ευγενικός, πράος, λέγεται για το χαρακτήρα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· τοὺς ἀφ' ἡσύχου ποδός, αυτούς που διάγουν μια ήρεμη ζωή, ζουν έναν ήσυχο βίο, στον ίδ.· ὀργῇ ὑπόθες ἥσυχον πόδα, δηλ. μετρίασε την οργή σου, στον ίδ.· τὸ ξύνηθες ἥσυχον, τη συνηθισμένη ηρεμία, σε Θουκ.
II. οι συνήθεις Αττ. τύποι του συγκρ. και υπερθ. ήταν ἡσυχαίτερος, -αίτατος, αλλά απαντά επίσης και ο ομαλός τύπος -ώτερος.
III. επίρρ. -χως, σε Ευρ. κ.λπ.· ήρεμα, με προσοχή, στον ίδ.· υπερθ. ἡσυχαίτατα, σε Πλάτ.· το ουδ. ἥσυχον, Δωρ. ἅσυχον, χρησιμ. επίσης ως επίρρ., σε Θεόκρ.· και πληθ. ἅσυχα, στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: quiet, silent, slow Hes.).
Other forms: also ἡσύχιος (Φ 598), ἡσύχιμος (Pi. O. 2, 32; analogical to ἡσυχία, Arbenz Die Adj. auf -ιμος 77), ἡσυχαῖος (Att.; to ἡσυχῆ)
Dialectal forms: Dor. ἅσυχ- not hyperdoric, Forssman Unt. z. Spr. Indars (1966) 48ff.
Derivatives: ἡσυχῆ, -ῃ̃ adv. quiet, softly, secretly (IA; Schwyzer 550); ἡσυχία, -ίη rest (σ 22); ἡσυχάζω, -άσαι be quiet, rest, calm (Att.) with ἡσυχαστικός making calm' (late). The forms with -ασ- that occur rarely in the mss. are to be seen as hyperdorisms.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. A hypothesis of Osthoff and Brugmann is given in Bq, Pok. 890 and W.-Hofmann s. sinō: from the root *seh₁- in Lat. semen. This is now impossible as the word had ἁ.

Middle Liddell

I. still, quiet, at rest, at ease, at leisure, Hes., Hdt., Attic; ἡσύχῳ βάσει φρενῶν, i. e. in thought, Aesch.; ἐν ἡσύχῳ quietly, Soph.
2. quiet, gentle, of character, Aesch., Eur., etc.; τοὺς ἀφ' ἡσύχου ποδός those of quiet life, Eur.; ὀργῇ ὑπόθες ἥσυχον πόδα, i. e. moderate thy anger, Eur.; τὸ ξύνηθες ἥσυχον their accustomed quietness, Thuc.
II. the common Attic comp. and Sup. were ἡσυχαίτερος, -αίτατος, but the regular form -ώτερος is also found.
III. adv. -χως, Eur., etc.: gently, cautiously, Eur.:—Sup. ἡσυχαίτατα Plat.—The neut. ἥσυχον, doric ἅσυχον, is also used as adv., Theocr.; and pl. ἅσυχα, Theocr.

Frisk Etymology German

ἥσυχος: (seit Hes.),
{hḗsukhos}
Forms: auch ἡσύχιος (seit Φ 598), ἡσύχιμος (Pi. O. 2, 32; analogisch zu ἡσυχία, Arbenz Die Adj. auf -ιμος 77), ἡσυχαῖος (att.; zu ἡσυχῆ)
Meaning: ruhig, still, langsam.
Derivative: Davon ἡσυχῆ, -ῇ Adv. ruhig, gelassen, heimlich (ion. att.; Schwyzer 550 m. Lit.); ἡσυχία, -ίη Ruhe (seit σ 22); ἡσυχάζω, -άσαι ruhig sein, ausruhen, zur Ruhe bringen (att.) mit ἡσυχαστικός ruhebringend (spät). Die in den Hss. sporadisch vorkommenden Formen mit ἁσ- sind als Hyperdorismen zu betrachten.
Etymology : Unerklärt. Eine Hypothese von Osthoff und Brugmann ist bei Bq, WP. 2, 461, Pok. 890 und W.-Hofmann s. sinō notiert. Nach v. Windekens Le Pélasgique (s. Index) pelasgisch.
Page 1,645

English (Woodhouse)

calm, gentle, impassive, quiet, undisturbed, untroubled, at ease, easy in one's mind, in peace, of motion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ρίζα ησ- τοῦ ἧμαι, ἀπό ὅπου τά ὁμηρ. ἦκα (=λίγο), ἀκήν (=σιωπηλά), ἥκιστος.
Παράγωγα: ἡσυχία, ἡσυχαῖος, ἡσυχῇ, ἡσυχάζω, ἡσυχαστέον, ἡσυχαστής (=μοναχός), ἡσυχαστήριον (=μοναστήρι), ἡσυχαστικός, καθησυχαστικός.

Lexicon Thucydideum

tranquillus, calm, quiet, ἥσυχον, tranquillitas, peace, quiet, 6.18.3, 6.34.4, [praeterea vulgo moreover in the common texts 1.120.3, ubi nunc where now ἡσυχίω.]
COMP. 1.82.2.

Translations

quiet

Afrikaans: stil; Albanian: i qetë; Arabic: صَامِت‎, هَادِئ‎; Egyptian Arabic: هادي‎; Armenian: հանգիստ, հանդարտ; Asturian: quietu, silenciosu; Azerbaijani: səssiz; Bashkir: шым, тыныс; Belarusian: ці́хі; Bengali: শান্ত, খামোশ; Breton: sioul; Bulgarian: тих; Burmese: ဆိတ်; Catalan: silenciós, tranquil; Chamicuro: chkesi; Cherokee: ᎡᎷᏪᎢ, ᎡᏝᏪᎢ; Chickasaw: chokkíllissa; Chinese Mandarin: 安靜, 安静, 寧靜, 宁静; Czech: tichý; Danish: stille, tyst; Dutch: stil, rustig, vredig, geruisloos, geluidloos; Esperanto: mallaŭta; Estonian: vaikne; Finnish: hiljainen, äänetön; French: calme, silencieux; Friulian: cuiet, cujet; Galician: silencioso, silandeiro, calmo; Georgian: ხმადაბალი, ჩუმი, წყნარი; German: still, ruhig, leise; Greek: ήρεμος, σιγανός, σιωπηλός; Ancient Greek: ἤρεμος, ἥσυχος, ἅσυχος, ἡσυχαῖος, ἡσύχιος, γαληνός, ἠρεμαῖος, ἀτρεμής, σιγηλός, σιωπηλός; Hebrew: שֶׁקֶט‎; Hindi: ख़ामोश; Hungarian: csendes, halk; Icelandic: hljóður; Ido: quieta; Interlingua: quiete; Irish: ciúin; Italian: quieto, silenzioso; Japanese: 静かな; Kazakh: тыныш; Khmer: ស្ងាត់; Korean: 조용하다; Kurdish Central Kurdish: ھێمن‎, وسکت‎; Kyrgyz: тынч; Laboya: kawannara, karadda, kaʼdanna; Lao: ງຽບ, ຈ້ອຽ; Latin: tacitus, silens; Latvian: kluss; Lithuanian: tylus; Luxembourgish: roueg, stëll, lues; Macedonian: тивок, тих; Malay: diam, senyap; Jawi: ديام‎, سڽڤ‎; Maori: māika, hū; Marathi: शांत; Mongolian: тайван, тогтуун; Northern Sami: jaskat; Norwegian Bokmål: stille; Nynorsk: stille; Occitan: silenciós; Ottoman Turkish: صوص‎; Persian: خاموش‎, آرام‎, کم صدا‎; Plautdietsch: stell; Polish: cichy; Portuguese: quieto, silencioso; Punjabi: ਚੁੱਪ-ਚਾਪ; Romanian: încet, liniștit, silențios; Russian: тихий; Scottish Gaelic: sèimh, sàmhach, socair, ciùin; Serbo-Croatian Cyrillic: ти̏х; Roman: tȉh; Sicilian: cuetu, quetu; Sinhalese: නිශ්ශබ්ද; Slovak: tichý; Slovene: tih; Sorbian Lower Sorbian: śichy; Spanish: quieto, silencioso, tranquilo, calmo, pacífico, silente, callado; Swedish: tyst, stilla; Tajik: паст; Telugu: నిశ్శబ్దం; Thai: เงียบ, นิ่ง, สงบ; Turkish: sessiz; Turkmen: ýuwaş, sessiz; Ukrainian: тихий; Urdu: خاموش‎; Uzbek: tinch; Venetian: chieto, chiet, cet, poxado, cucio; Vietnamese: yên tĩnh, im lặng; Volapük: stilik; Walloon: påjhire, påjhûle; Yiddish: שטיל‎, רויִק‎