δείνωσις

Revision as of 18:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A exaggeration or exacerbation, Pl.Phdr.272a, Quint.Inst.6.2.24, Longin.11.2, 12.5 (pl.), Demetr. Eloc.130; αὔξησις καὶ δ. D.H.Vett.Cens.2.5, cf. Lys.19 (pl.).    II indignation, Arist.Rh.1417a13, 1419b26.    2 frowning, ὀφρύες δεινώσιος μετέχουσαι Hp.Acut.42.

German (Pape)

[Seite 539] ἡ, das Schrecklich-, Großmachen, das Uebertreiben, Plat. Phaedr. 272 a; Plut. Flam. 18; auch als rhetorische Figur, Arist. rhet. 2, 21; vgl. Quinct. 6, 2, 24.

Greek (Liddell-Scott)

δείνωσις: -εως, ἡ, (δεινόω) ἐξόγκωσις, ὑπερβολικὴ μεγαλοποίησις, Πλάτ. Φαίδρ. 272Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 10., 24, 4. ΙΙ. δ. ὀφρύων, τὸ συνοφρυοῦσθαι, τὸ συσπᾶν τὰς ὀφρῦς, Ἱππ. Ὀξ. 391.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
exagération (de dangers, d’inconvénients, etc.).
Étymologie: δεινόω.

Spanish (DGE)

v. δίνωσις.
-εως, ἡ

• Morfología: [gen. -ιος Hp.Acut.42]
I ret.
1 vehemencia, exaltación, exageración en la forma del discurso o en su tema Pl.Phdr.272a, Arist.Rh.1395a9, 1401b3, χρῆται ... αὐταῖς Ὅμηρος καὶ πρὸς δείνωσιν ... καὶ ἔμφασιν Demetr.Eloc.130, cf. D.H.Imit.2.5, Longin.11.2, 12.5, Quint.Inst.6.2.24, ἐνέμειξε τοῖς ἐπαίνοις οἶκτον ἅμα καὶ δείνωσιν ἐπί τῷ πάθει mezcló en su panegírico la lamentación con la vehemencia para subrayar la desgracia Plu.Ant.14, cf. Flam.18, TG 2.
2 sentimiento de indignación, sobrecogimiento o vehemencia que se provoca en el oyente, Arist.Rh.1417a13, 1419b26.
3 poder oratorio, capacidad expresiva πειρῶνται δεικνύειν τῆς ἐνούσης αὐτοῖς ἀγχινοίας τὴν δείνωσιν intentan mostrar el poder oratorio propio de su sagacidad Cyr.Al.Apol.Orient.p.62.23, λόγων ἔχοντες δείνωσιν Cyr.Al.M.70.944D, δείνωσιν· δύναμιν. δεινότητα Hsch., cf. Sud.
II no ret. exageración ὀφρύες δεινώσιος μετέχουσαι fruncen el ceño exageradamente Hp.l.c.

Greek Monotonic

δείνωσις: -εως, ἡ (δεινόω), υπερβολή, μεγαλοποίηση, διόγκωση, σε Πλάτ.