ἀνολοφύρομαι
English (LSJ)
[ῡ],
A bewail aloud, Th.8.81, X.Cyr.7.3.14, J.AJ2.6.4: c. part., ἀ. ποθῶν . . Pl.Prt.327d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνολοφύρομαι: [ῡ], ἀποθ., = ἀνοδύρομαι, θρηνολογῶ, τὴν ἰδίαν ξυμφορὰν ... ἀνωλοφύρατο Θουκ. 8. 81, ἡ δὲ τροφὸς ἀνωλοφύρατό τε καὶ περιεκάλυπτεν ἄμφω Ξεν. Κύρ. 7. 3, 14, μετὰ μετοχῆς, ἀνολοφύραι’ ἂν ποθῶν ..., Πλάτ. Πρωτ. 327D.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνωλοφυράμην;
se lamenter.
Étymologie: ἀνά, ὀλοφύρομαι.
Spanish (DGE)
lamentar τὴν ... ἰδίαν ξυμφοράν Th.8.81, cf. I.AI 2.107
•abs. lamentarse X.Cyr.7.3.14, Philostr.VA 8.12
•c. part. ἀνολοφύραι' ἂν ποθῶν añorarías entre lamentos Pl.Prt.327d.
Greek Monolingual
ἀνολοφύρομαι (Α)
θρηνώ μεγαλόφωνα, θρηνολογώ, άνολολύζω.
Greek Monotonic
ἀνολοφύρομαι: [ῡ], αποθ., ξεσπώ σε ηχηρό ολοφυρμό, σε θρήνο, σε Θουκ., Ξεν.