ἀνολοφύρομαι

Revision as of 18:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

[ῡ],

   A bewail aloud, Th.8.81, X.Cyr.7.3.14, J.AJ2.6.4: c. part., ἀ. ποθῶν . . Pl.Prt.327d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνολοφύρομαι: [ῡ], ἀποθ., = ἀνοδύρομαι, θρηνολογῶ, τὴν ἰδίαν ξυμφορὰν ... ἀνωλοφύρατο Θουκ. 8. 81, ἡ δὲ τροφὸς ἀνωλοφύρατό τε καὶ περιεκάλυπτεν ἄμφω Ξεν. Κύρ. 7. 3, 14, μετὰ μετοχῆς, ἀνολοφύραι’ ἂν ποθῶν ..., Πλάτ. Πρωτ. 327D.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνωλοφυράμην;
se lamenter.
Étymologie: ἀνά, ὀλοφύρομαι.

Spanish (DGE)

lamentar τὴν ... ἰδίαν ξυμφοράν Th.8.81, cf. I.AI 2.107
abs. lamentarse X.Cyr.7.3.14, Philostr.VA 8.12
c. part. ἀνολοφύραι' ἂν ποθῶν añorarías entre lamentos Pl.Prt.327d.

Greek Monolingual

ἀνολοφύρομαι (Α)
θρηνώ μεγαλόφωνα, θρηνολογώ, άνολολύζω.

Greek Monotonic

ἀνολοφύρομαι: [ῡ], αποθ., ξεσπώ σε ηχηρό ολοφυρμό, σε θρήνο, σε Θουκ., Ξεν.