ξεσπώ
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Greek Monolingual
-άω και ξεσπάζω και ξεσπάνω
1. (ιδίως για υγρό)
σπάζω το εμπόδιο που μέ συγκρατεί και χύνομαι με ορμή
2. μτφ. εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου με βίαιο ή απότομο τρόπο, εκδηλώνομαι ορμητικά, βίαια, ραγδαία
3. ξεθυμαίνω, ικανοποιώ την οργή μου («θα ξεσπάσω σε σένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-έσπασα (βλ. και λ. ξε), αόρ. του ρ. ἐκ-σπῶ].