ἀντυποκρίνομαι

Revision as of 18:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἀντυπουργέω, Ion. for ἀνθυπ-.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντυποκρίνομαι: ἀντυπουργέω, Ἰων. ἀντὶ ἀνθυπ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀνθυποκρίνομαι.

Spanish (DGE)

v. ἀνθυποκρίνομαι.

Greek Monotonic

ἀντυποκρίνομαι: ἀντ-υπουργέω, Ιων. αντί ἀνθ-υπ-.