ἀνθυποκρίνομαι

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυποκρίνομαι Medium diacritics: ἀνθυποκρίνομαι Low diacritics: ανθυποκρίνομαι Capitals: ΑΝΘΥΠΟΚΡΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: anthypokrínomai Transliteration B: anthypokrinomai Transliteration C: anthypokrinomai Beta Code: a)nqupokri/nomai

English (LSJ)

[ῑ], Ion. ἀντυπ-,
A answer in return, Hdt.6.86.γ.
II put on or pretend in turn, ὀργήν Luc.Dom.30.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀντυ- Hdt.6.86β
contestar a su vez τοιάδε Hdt.l.c.
replicar ὀργήν con ira Luc.Dom.30.

German (Pape)

[Seite 235] 1) Her. 6, 82, 2, dagegen antworten. – 2) dagegen vorgeben, erheucheln, ὀργήν Luc. dom. 30.

French (Bailly abrégé)

répondre à son tour en dissimulant.
Étymologie: ἀντί, ὑποκρίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυποκρίνομαι: ион. ἀντυποκρίνομαι (ῑ)
1 заявлять в ответ (τοιάδε Her.);
2 со своей стороны принимать вид, в свою очередь притворяться: πρὸς τὴν τῆς μανίας ὑπόκρισιν ὀργὴν ἀ. Luc. притворному безумию (Одиссея) противопоставлять притворный гнев.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυποκρίνομαι: Ἰων. ἀντυπ-, Μέσ., ἀποκρίνομαι καὶ ἐγώ, ἀνταπαντῶ, Ἡρόδ. 6. 86, 3. II. προσποιοῦμαι καὶ ἐγώ, πρὸς τὴν τῆς μανίας ὑπόκρισιν, ὀργὴν καὶ οὗτος ἀνθυποκρίνεται Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκ. 30.

Greek Monolingual

ἀνθυποκρίνομαι (Α)
1. ανταπαντῶ
2. υποκρίνομαι κι εγώ με τη σειρά μου.

Greek Monotonic

ἀνθυποκρίνομαι: [ῑ], Ιων. ἀντυπ-, Μέσ.,
I. αποκρίνομαι, ανταπαντώ, σε Ηρόδ.
II. υποκρίνομαι, προσποιούμαι με τη σειρά μου, ὀργήν, σε Λουκ.

Middle Liddell

Mid.
I. to answer in return, Hdt.
II. to put on in turn, ὀργήν Luc.