ἀπομαστιγόω

Revision as of 18:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A scourge severely, Hdt.3.29, 8.109.

German (Pape)

[Seite 314] ab-, durchpeitschen, Her. 8, 109.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομαστῑγόω: ἰσχυρῶς μαστιγώνω, Ἡρόδ. 3. 29, 8. 109.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fouetter durement.
Étymologie: ἀπό, μαστιγόω.

Spanish (DGE)

dar latigazos ὃς καὶ τὴν θάλασσαν ἀπεμαστίγωσε Hdt.8.109, τοὺς ἱερέας Hdt.3.29, δοῦλον D.C.60.12.2.

Greek Monotonic

ἀπομαστῑγόω: μέλ. -ώσω, μαστιγώνω με σκληρότητα, με βαναυσότητα, σε Ηρόδ.