ἀντιτύπτω

Revision as of 18:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

fut.

   A -τήσω Ph.Bel.85.10, beat in turn, Ar.Nu.1424, Antipho 4.4.3; τυπτόμενον ἀντιτύπτειν Pl.Cri.51a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτύπτω: τύπτω τὸν τύπτοντά με, Ἀριστ. Νεφ. 1224· τυπτόμενον ἀντιτύπτειν Πλάτ. Κρίτων 51Α.

French (Bailly abrégé)

frapper en retour.
Étymologie: ἀντί, τύπτω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. -τήσει Ph.Bel.85.10]
golpear a su vez τοὺς πατέρας Ar.Nu.1424
abs. Antipho 4.4.3, Pl.Cri.51a
de una máquina de guerra disparar a su vez Ph.Bel.l.c.

Greek Monolingual

ἀντιτύπτω (Α)
ανταποδίδω χτύπημα.

Greek Monotonic

ἀντιτύπτω: μέλ. -ψω, χτυπώ με τη σειρά μου, σε Αριστοφ., Πλάτ.