ἔμηνα

Revision as of 18:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Greek (Liddell-Scott)

ἔμηνα: ἴδε τὸ ῥῆμα μαίνομαι ΙΙ.

Greek Monotonic

ἔμηνα: αόρ. αʹ του μαίνομαι με μτβ. σημασία.