δῠωδεκαταῖος, δῠωδέκατος, v. δωδ-.
δυωδεκάμηνος: δυωδεκαταῖος, δυωδέκατος, ἴδε ἐν δωδ- .
ος, ον :âgé de douze mois.Étymologie: δυώδεκα, μήν².
δυωδεκάμηνος: -ον (μήν), αυτός που είναι δώδεκα μηνών (ηλικιακά), σε Ησίοδ.