ὀρθιάδε

Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Adv., (ὄρθιος)

   A uphill, X.Lac.2.3.

German (Pape)

[Seite 373] u. ὀρθιάζε, gradauf, bergauf, Xen. Lac. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθιάδε: Ἐπίρρ. (ὄρθιος), πρὸς τὰ ἄνω, «τὸν ἀνήφορον», Ξεν. Λακεδ. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

adv.
vers les hauteurs, en haut avec mouv.
Étymologie: ὄρθιος, -δε.

Greek Monolingual

ὀρθιάδε (Α)
επίρρ. προς τα πάνω, προς τον ανήφορο, ανηφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. ενθά-δε)].

Greek Monotonic

ὀρθιάδε: (ὄρθιος), επίρρ., προς τα πάνω, ανηφορικά, σε Ξεν.