ὄρθιος
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
α, ον, Att. also ος, ον Th.5.58: (ὀρθός):—
A straight up, steep, uphill, οἶμος Hes.Op.290; πάγοι S.Fr.89; πρόσβασις E.El.489; ὁδός X.An.1.2.21, etc.; ὄρθιον ἑτέραν (sc. ὁδὸν) ἐπορεύοντο Th. l.c.; ὄρθιον or πρὸς ὄρθιον ἰέναι march uphill, X.An.4.6.12, HG2.4.15; ἡ ἀρετὴ πρὸς ὄρθιον ἄγουσα leading by a steep path, Id.Cyr.2.2.24; πρὸς ὀρθίῳ on rising ground, opp. ἐν ἐπιπέδῳ, Id.HG6.4.14; κατὰ τοῦ ὀ. by a steep descent, Arr.An.1.1.8; τὰ ὄ. the country from the coast upwards, τὰ ἐς μεσόγαιαν φέροντα, Hdt.4.101.
2 upright, standing, ὄ. ἦν τὰ γέρρα Id.9.102; πύργοι E.Andr.10; especially of hair, ὀ. στῆσαι τρίχας S.OC1624; τριχὸς ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται A.Th.564 (lyr.), cf. E.Hel.632 (lyr.); also ὄ. ἐφιστὰς τὸ οὖς pricking up the ear, Luc.Tim.23; of animals, rampant, Pi.P.10.36.
II of the voice, high-pitched, shrill, κελεύματα A.Ch.751; κωκύματα S.Ant.1206; κηρύγματα Id.El.683, Ichn.40; ὀρθία σάλπιγγος ἠχώ E.Tr.1266: more freq. the neut. as adverb, ἤϋσε.. ὄρθια she cried aloud, Il.11.11 (not found elsewhere in Hom.); ἰάχησε δ' ἄρ' ὄρθια φωνῇ h.Cer.20, cf. 432; so ὄρθιον ὤρυσαι, φωνεῖν, Pi.O.9.109, N.10.76; ὄρθιον ἀντηλάλαξε.. ἠχώ A.Pers.389; ἐσήμην' ὄρθιον σάλπιγγι E.Heracl.830.
2 νόμος ὄ. a traditional melody of very high pitch (cf. Arist.Pr.920b20), Hdt.1.24, Ar.Eq.1279, etc.: pl., ὀρθίοις ἐν νόμοις A. Ag.1153 (lyr.); also ὁ ὄρθιος alone, Ar.Ach.16, etc., cf. Sapph.Supp. 20c.4 (p.78 Lobel); μελῳδία ὄ. Plu.2.1140f.
b ὄρθιος, ὁ, in Metre, the foot - - †, Aristid.Quint.1.16, cf. Plu.2.1140f, Bacch.Harm. 101.
III in military language, formed in column, opp. in line or extended front, ὀ. ποιεῖσθαι τοὺς λόχους X.Cyr.3.2.6, cf. An.4.8.10; προσβάλλειν ὀ. τοῖς λόχοις ib.4.2.11; ἄγειν τοὺς λόχους ὀ. bring them up in column, ib.4.3.17; προῆγεν [αὐτοὺς] ὀ. ἐπὶ τοὺς πολεμίους Plb. 11.23.2, cf. Polyaen.5.16.1.
b of stones in building, engaged lengthwise in the wall, i.e. with only the short sides showing, headers (opp. stretchers) τιθέντας τοὺς λίθους ὀρθίους ἐν γύψῳ Ph.Bel.80.21.
IV generally, like ὀρθός, straight, opp. crooked, φλέψ Hp. Aph.5.68, Gal.11.218; ἴχνος X.Cyn.6.14,15; τάφροι Thphr. CP 3.6.3; opp. πλάγιος, κάλαμοι Aen.Tact.32.2: metaph., ἤθη ὄ. straight-forwardness, Plu.Sull.1; ὄ. καὶ αὐθέκαστος Id.Cat.Ma.6.
V ὀρθία (sc. γωνία) a right angle, Id.2.373f.
2 -ία, ἡ, latus rectum of a conic, Apollon.Perg.1.11, al.
3 ὀ. διάμετρος conjugate diameter of a two-branched curve, Id.1Def.1, al.
VI Ὄρθιος, epithet of Asclepius, IG42(1).459 (Epid.).
German (Pape)
[Seite 373] bei den Att. auch 2 Endgn, 1) grad aufwärts, bergan; οἶμος, Hes. O. 292, Gegensatz πρηνής; ὥςτε πάντας ὀρθίας στῆσαι φόβῳ δείσαντας τρίχας, Soph. O. C. 1624, das Haar aufsträuben; vgl. Aesch. τριχὸς δ' ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται, Spt. 546; ἔθειραι, Eur. Hel. 638; πύργος, Phoen. 1229; ὄρθια ἦν τὰ γέῤῥα, Her. 9, 102; ὄρθιον ἰέναι steht gegenüber dem ὁμαλές, Xen. An. 4, 6, 12; πρὸς ὄρθιον ἄγειν, Cyr. 2, 2, 24; καταφέρεσθαι κατὰ τοῦ ὀρθίου, Arr. 1, 1, 11. – Gew. von der Stimme, gradauf tönend (oder aufregend?), laut, hell, ἤϋσε θεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρθια, Il. 11, 11; ἰάχησε, ἐβόησε ὄρθια φωνῇ, H. h. Cer. 20. 432; ὄρθιον ὤρυσε, φώνασε, Pind. Ol. 9, 117 N. 10, 76, der auch übertr. sagt ὀρθίαν ὕβριν κνωδάλων, P. 10, 36; ὄρθια κωκύματα, Soph. Ant. 1191; κηρύγματα, El. 673; ὄρθιον δ' ἅμα ἀντηλάλαξε ἠχώ, Aesch. Pers. 381; κελεύσματα, Ch. 740; κήρυγμα, Eur. I. A. 94; φθέγματα, Hel. 1591; bes. νόμος, eine sehr hohe, helle Weise, Tonart, Her. 1, 24, Ar. Ach. 16 Equ. 1276; ἐπιτείνουσι τὸ φθέγμα μέχρι πρὸς τὸ ὄρθιον, Luc. bis acc. 11. – 2) in grader Richtung fortgehend; ἴχνος, Xen. Cyn. 6, 14; ὄρθιον φεύγειν, 5, 29. Bei Her. 4, 101 steht τὰ ὄρθια, τὰ ἐς τὴν μεσόγαιαν φέροντα dem τὰ ἐπικάρσια entgegen, von der Küste aufwärts, ins Land hinein. – Ἡ ὀρθία, der rechte Winkel, Plut. Is. et Os. 56; übertr., ἤθη ὄρθια καὶ καθαρά, Sull. 1. – In der Kriegssprache προσβάλλειν ὀρθίοις λόχοις, Xen. An. 4, 2, 11, mit graden, colonneuartig aufmarschirten Lochen, wo die Soldaten einer hinter dem anderen gehen, im Gegensatz zur Phalanx, wo ein Lochos mit breiterer Front eintritt, vgl. 4, 3, 17 u. 4, 8, 10, δοκεῖ παύσαντας τὴν φάλαγγα λόχους ὀρθίους ποιῆσαι, wo die verschiedene Marsch- und Kampfweise bei beiden auseinandergesetzt ist; ὀρθίους ποιεῖσθαι τοὺς λόχους, Cyr. 3, 2, 6; s. Ael. Tact. 30; nach Suid. heißt überhaupt πᾶν τάγμα ὄρθιον, ὃ ἂν τὸ βάθος ἔχῃ πλέον τοῦ μήκους, im Gegensatz von παράμηκες. Auch Pol. sagt so: προῆγον αὐτοὺς ὀρθίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, 11, 23, 2; auch προσέβαλλον τοῖς κέρασιν ὀρθίαις ταῖς Ῥωμαϊκαῖς δυνάμεσι, ib. 3.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
droit, qui se dresse ; particul. :
1 qui monte en ligne droite, à pic (chemin) : ὄρθιον ἰέναι XÉN monter à pic;
2 qui se dresse : οὖς ὄρθιον LUC oreille dressée;
3 en parl. de la voix qui résonne en montant droit, càd élevé, haut, clair : ὄρθια ἤυσε IL elle poussa un cri haut et sonore ; νόμος ὄρθιος HDT ton haut, mode aigu;
4 t. de tact. formé en colonnes, par files : ὀρθίους τοὺς λόχους ἄγειν XÉN faire avancer les troupes en colonnes;
5 en droite ligne ; fig. ἤθη ὄρθια PLUT caractère droit, sentiments droits.
Étymologie: ὀρθός.
Russian (Dvoretsky)
ὄρθιος: и
1 круто поднимающийся, крутой (οἶμος Hes.; ὁδός Xen.);
2 отвесный, (высоко) вздымающийся, высокий (πύργοι Eur.);
3 стоящий прямо, торчащий вверх (τὰ γέρρα Her.): ὄρθιοι ἔθειραι Eur. или τρίχες Soph. вставшие дыбом волосы; ὄρθιον ἐφιστὰς τὸ οὖς Luc. насторожив ухо;
4 (о голосе, звуке) высокий или громогласный, громкий (κελεύσματα Aesch.; κηρύγματα Soph.; σάλπιγγος ἠχώ Eur.): νόμος ὄ. Her. громкая песнь;
5 прямолинейный, прямой (ἴχνος Xen.);
6 перен. прямой, открытый, справедливый (λόγος Plut.): ἤθη ὄρθια καὶ καθαρά Plut. прямые и чистые нравы;
7 воен. построенный в колонну (в глубину): προσβάλλειν ὀρθίοις τοῖς λόχοις Xen. продвигаться в колоннах по лохам.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρθιος: -α, -ον, Ἀττ. ὡσαύτως ος, ον, Θουκ. ἔνθα κατωτ.· (ὀρθός)· - ἀνωφερής, ἀνηφορικός, οἶμος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 288· πάγοι Σοφ. Ἀποσπ. 110· πρόσβασις Εὐρ. Ἠλ. 489· ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 1. 2, 21, κτλ.· ὄρθιον ἑτέραν (δηλ. ὁδὸν) ἐπορεύοντο Θουκ. 5. 59· οὕτως, ὄρθιον ἢ πρὸς ὄρθιον ἰέναι, πρὸς τὰ ἄνω, τὸν ἀνήφορον, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 6, 12, Ἑλ. 2. 4, 15· πρὸς ὄρθιον ἄγειν, ὁδηγεῖν δι’ ἀνωφεροῦς ἀτραποῦ, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 24· πρὸς ὀρθίῳ, ἐπὶ ὑψουμένου ἐδάφους, ἀντίθετον τῷ ἐν ἐπιπέδῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 6. 4, 14· κατὰ τοῦ ὀρθίου, διὰ τῆς κατωφερείας, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1., 8· - τὰ ὄρθια, ἡ χώρα ἀπὸ τῆς ἀκτῆς πρὸς τὰ μεσόγεια, τὰ ἐς μεσόγαιαν φέροντα Ἡρόδ. 4. 101. 2) ὡς καὶ νῦν, ὄρθιος, ὀρθός, ὄρθια ἦν τὰ γέρρα ὁ αὐτ. 9. 102· πύργοι Εὐρ. Ἀνδρ. 10· - μάλιστα ἐπὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, ὀρθίας στῆσαι τρίχας Σοφ. Ο. Κ. 1625· τριχὸς ὀρθίας (ἢ ὄρθιος) πλόκαμος ἵσταται Αἰσχύλ. Θήβ. 564, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 632· οὕτως, ὄρθ. ἐφιστὰς τὸ οὖς Λουκ. Τίμ. 23· - ἐπὶ ζῴων, ὅταν σηκώνωνται ἐπὶ τῶν δύο ὀπισθίων ποδῶν, ἢ ἐπὶ τῶν ὀρθιαζόντων ὄνων, ὅταν δηλ. ὀγκῶνται, ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων, ἴδε Σχόλ. καὶ Donald. ἐν τόπῳ, Πινδ. Π. 10. 56. ΙΙ. ἐπὶ τῆς φωνῆς, ὑψηλὸς τὸν τόνον, ὀξύφωνος, ὀξύς, κελεύσματα Αἰσχύλ. Χο. 751· κωκύματα, κηρύγματα Σοφ. Ἀντ. 1206, Ἠλ. 638· ὀρθία σάλπιγγος ἠχὼ Εὐρ. Τρῳ. 1266· - συνηθέστερον τὸ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἤϋσε ... ὄρθι’, ἔκραξε μεγαλοφώνως, Ἰλ. Λ. 11· ἰάχησε δ’ ἄρ’ ὄρθια φωνῇ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 20, πρβλ. 432 (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ.)· οὕτως, ὄρθιον ὤρυσαι, φωνεῖν Πινδ. Ο. 9. 163, Ν. 10. 142· ὄρθιον ἀντηλάλαξε ... ἠχὼ Αἰσχύλ. Πέρσ. 389· ἐσήμην’ ὄρθιον σάλπιγγι Εὐρ. Ἡρακλ. 830. 2) νόμος ὄρθιος, μελῳδία καθ’ ἣν ἡ φωνὴ ἀνέβαινεν εἰς μέγα ὕψος, Ἀριστ. Προβλ. 19. 37· ὡς φαίνεται δὲ ὁ ἦχος οὗτος ἦτο λίαν γνωστὸς καὶ κοινός, ὡς ὁ ἐθνικὸς ὕμνος παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1279· πρῶτον δὲ ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ. 1. 24· ὀρθίοις ἐν νόμοις, ὡς ἐν ὀρθίᾳ μελῳδίᾳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1153· οὕτως, ὁ ὄρθιος μόνον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 16, κτλ.· ὡσαύτως, μελῳδία ὄρθ. Πλούτ. 2. 1140F· ἴδε Chappell Ἱστ. τῆς Μουσ. 11, σ. 107. ΙΙΙ. ἐν στρατιωτικῇ γλώσσῃ στρατὸς ἐσχηματισμένος ἐν εἴδει στήλης μὲ βάθος πολὺ καὶ μέτωπον ὀλίγον, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν κατὰ μέτωπον παρατεταγμένον, ὀρθίους ποιεῖσθαι τοὺς λόχους (πρβλ. τὸ τοῦ Λιβίου recti ordines) Ξεν. Κύρ. 3. 2, 6, πρβλ. Ἀν. 4. 8, 10 προσβάλλειν ὀρθίοις τοῖς λόχοις αὐτόθι 4. 2, 11· ὀρθίους τοὺς λόχους ἄγειν αὐτόθι 4. 3, 17· προῆγεν [αὐτοὺς] ὀρθίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους Πολύβ. 11. 23, 2, πρβλ. Πολύαιν. 5. 16, 1. IV. καθόλου ὡς τὸ ὀρθός. εὐθύς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πλάγιος καὶ σκολιός. Ἱππ. Ἀφ. 1256· ἴχνος Ξεν. Κυν. 6, 14 καὶ 15· τάφρος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 3· - μεταφορ., καίτοι γάρ, οὐκέτι τῶν βίων ἐν ἤθεσιν ὀρθίοις καὶ καθαροῖς μενόντων, ἀλλ’ ἐγκεκλικότων Πλουτ. Σύλλ. 1. V. ὀρθία (ἐξυπ. γωνία) ἐν τῇ γεωμετρίᾳ, ὀρθὴ γωνία, ὁ αὐτ. 2. 373F.
English (Autenrieth)
of the voice, high; adv., ὄρθια, ‘with shrill voice,’ Il. 11.11†.
English (Slater)
ὄρθιος
a high-pitched ὄ]ρθιον ἰάλεμ[ον (supp. Lobel) Θρ. 5a. 2 = b. 6. n. s. pro adv., in a high voice, ὄρθιον ὤρυσαι θαρσέων (O. 9.109) θερμὰ δὴ τέγγων δάκρυα στοναχαῖς ὄρθιον φώνασε (N. 10.76)
b rampant γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων (P. 10.36)
c dub. ὀ]ρθιο[ (Π̆{s}: ὀ]λβιο[ Π.) P. Oxy. 2442, fr. 111.
Greek Monotonic
ὄρθιος: -α, -ον και -ος, -ον (ὀρθός),
I. 1. όρθιος, ανωφερής, κρημνώδης, ανηφορικός, σε Ησίοδ., Ευρ.· ὄρθιον ἑτέραν (ὁδὸν) ἐπορεύοντο, σε Θουκ.· ομοίως, ὄρθιον ή πρὸς ὄρθιον ἰέναι, πορεύομαι προς τα πάνω, σε Ξεν.· πρὸς ὄρθιον ἄγειν, οδηγώ μέσα από ανηφορικό μονοπάτι, στον ίδ.· τὰ ὄρθια, η περιοχή από την ακτή προς την ενδοχώρα, σε Ηρόδ.
2. ευθύς, ορθός, ίσιος, στον ίδ., Ευρ.· ιδίως, λέγεται για μαλλιά, στους Τραγ.· λέγεται για ζώα, αυτά που ανασηκώνονται στα πίσω πόδια τους, σε Πίνδ.
II. 1. λέγεται για φωνή, σε υψηλό τόνο, δυνατή, σπαρακτική, στους Τραγ.· το ουδ. ως επίρρ., ὄρθια ἤϋσε, φώναξε δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄρθιον φωνεῖν, σε Πίνδ.
2. νόμος ὄρθιος, ορθία μελωδία, όπου η φωνή ανέβαινε σε ψηλές νότες, αγαπημένος σκοπός στην αρχαία Αθήνα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· το ὄρθιος μόνο, σε Αριστοφ.
III. στη στρατιωτική διάλεκτο, οι ὄρθιοι λόχοι, ήταν ομάδες παρατεταγμένες σε στήλη, σε αντίθ. προς τη γραμμή του μετώπου, σε Ξεν.
IV. γενικά, όπως το ὀρθός, ευθύς, ίσιος, στον ίδ.· ἤθη ὄρθια, ευθύτητα, ειλικρίνεια, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὄρθιος, η, ον ὀρθός
I. straight up, going upwards, steep, uphill, Hes., Eur.; ὄρθιον ἑτέραν (sc. ὁδὸν) ἐπορεύοντο Thuc.; so, ὄρθιον or πρὸς ὄρθιον ἰέναι to march up-hill, Xen.; πρὸς ὄρθιον ἄγειν to lead by a steep path, Xen.:— τὰ ὄρθια the country from the coast upwards, Hdt.
2. upright, standing, Hdt., Eur.:— especially of hair, Trag.: of animals, rampant, Pind.
II. of the voice, high-pitched, loud, shrill, Trag.; neut. as adv., ὄρθια ἤϋσε she cried aloud, Il.; ὄρθιον φωνεῖν Pind.
2. νόμος ὄρθιος the orthian strain, a favourite air at Athens, Hdt., Ar.; ὄρθιος alone, Ar.
III. in military language, ὄρθιοι λόχοι were companies formed in column, opp. to a line of battle, Xen.
IV. generally, like ὀρθός, straight, Xen.; ἤθη ὄρθια straightforwardness, Plut.
English (Woodhouse)
shrill, in column, of ground, of tone, sloping up, sound, standing upright, up hill
Mantoulidis Etymological
(=ἀνηφορικός, ὄρθιος, ὀξύφωνος). Ἀπό τό ὀρθός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
erectus, acclivis, upright, sloping, 5.58.4, [plurimi codd. very many manuscripts ὄρθριον]