μεμόρηται

Revision as of 18:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

μεμορημένος, μεμορμένος,

   A v. μείρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμόρηται: μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. μείρομαι.

Greek Monotonic

μεμόρηται: γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του μείρομαι· μτχ. μεμορημένος.