ὑπημύω
English (LSJ)
A v. ὑπεμνήμυκε.
German (Pape)
[Seite 1205] s. das homer. ὑπεμνήμυκε, nach welchem Coluth. 322 sagt ὑπημύουσι παρειαί.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπημύω: ἴδε ἐν λέξ. ὑπεμνήμυκε.
French (Bailly abrégé)
seul. pf. irrég. 3ᵉ sg. ὑπεμνήμυκε p. ὑπεμήμυκε avec redoubl p. ὑπήμυκε;
demeurer le visage morne et baissé.
Étymologie: ὑπό, ἠμύω.
English (Autenrieth)
only perf., ὑπεμνήμῦκε, is utterly (πάντα) bowed down, Il. 22.491†.
Greek Monolingual
Α
γέρνω προς τα κάτω («ὑπημύουσι παρειαί», Κόλουθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἠμύω «γέρνω, κλίνω προς τα κάτω»].
Greek Monotonic
ὑπημύω: βλ. ὑπεμνήμυκε.