τρηχαλέος

Revision as of 18:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

η, ον, poet. for τρηχύς, Pancrat.Oxy.1085.11, Marc. SId.27, AP5.291.6 (Agath.), 6.63 (Damoch.), 64 (Paul. Sil.), APl. 4.113 (Jul.).

Greek (Liddell-Scott)

τρηχᾰλέος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ τρηχύς, τραχύς, Ἀνθ. Π. 5. 292., 6. 63, 64, Πλαν. 113.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
(ποιητ. τ. αντί τρηχύς) τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρηχύς, ιων. τ. του τραχύς + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

τρηχᾰλέος: -η, -ον, ποιητ. αντί τρηχύς, σε Ανθ.