προπλώω

Revision as of 18:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Ion. for προπλέω, Hdt.5.98.

German (Pape)

[Seite 740] ion. u. poet. statt προπλέω, Her. 5, 98.

Greek (Liddell-Scott)

προπλώω: Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ προπλέω, Ἡρόδ. 5. 98.

French (Bailly abrégé)

ion. c. προπλέω.
Étymologie: πρό, πλώω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. προπλέω.

Greek Monotonic

προπλώω: Ιων. αντί προπλέω, σε Ηρόδ.