προπλώω
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 740] ion. u. poet. statt προπλέω, Her. 5, 98.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προπλέω.
Étymologie: πρό, πλώω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπλώω zie προπλέω.
Russian (Dvoretsky)
προπλώω: ион. Her. = προπλέω.
Greek (Liddell-Scott)
προπλώω: Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ προπλέω, Ἡρόδ. 5. 98.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προπλέω.
Greek Monotonic
προπλώω: Ιων. αντί προπλέω, σε Ηρόδ.