A v. τρέπω and τρέφω.
τέτρᾰφα: ἴδε ἐν λ. τρέπω καὶ τρέφω.
pf. de τρέγω;pf. de τρέπω.
τέτρᾰφα: παρακ. και του τρέπω και του τρέφω.