πρόστροπος

Revision as of 19:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ὁ,=

   A προστρόπαιος 1.1, suppliant, τινος S.Ph.773: abs., Id.OT41.    II accursed, Phot. s.v. προστρόπαιος.

German (Pape)

[Seite 784] zugewendet, bes. mit Flehen gewendet, τινός, an Einen, Soph. Phil. 762; vgl. ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι, O. R. 41; einzeln in sp. Prosa, wie προστρόπαιος.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστροπος: -ον, (προστρέπω) ὁ ἐστραμμένος πρός τινα ἢ πρός τι· ὅθεν ὡς τὸ προστρόπαιος, ἱκέτης, τινος Σοφ. Φιλ. 773· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 41. ΙΙ. κατηραμένος, Φώτ. ἔν λ. προστρόπαιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
suppliant : τινος SOPH qui supplie qqn.
Étymologie: προστρέπω.

Greek Monolingual

ὁ, Α προστρέπω
1. ο προστρόπαιος
2. (κατά τον Φώτ.) «κατηραμένος».

Greek Monotonic

πρόστροπος: -ον (προστρέπω), όπως το προστρόπαιος, ικέτης, τινος, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ.