ἐστραμμένος

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐστραμμένος: -η, -ον, παθ. μετχ. τοῦ πρκμ. τοῦ στρέφω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 411: ἐπίρρ. -νως, διαφόρως, Θωμ. Μ. ἐν λ. περιβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐστραμμένος: эп. part. pf. pass. к στρέφω.