ὑπερμάκης

Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A v. ὑπερμήκης.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερμάκης: [ᾱ], ες, Δωρικ. ἀντὶ ὑπερμήκης, Πίνδ.

English (Slater)

ὑπερμᾱκης
   1 tremendous Ἀθαναία ἀλάλαξεν ὑπερμάκει βοᾷ (O. 7.37)

Greek Monolingual

ὑπέρμακες, Α
(δωρ. τ.) βλ. ὑπερμήκης.

Greek Monotonic

ὑπερμάκης: [ᾱ], -ες, Δωρ. αντί ὑπερ-μήκης.