ὑπερμήκης

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερμήκης Medium diacritics: ὑπερμήκης Low diacritics: υπερμήκης Capitals: ΥΠΕΡΜΗΚΗΣ
Transliteration A: hypermḗkēs Transliteration B: hypermēkēs Transliteration C: ypermikis Beta Code: u(permh/khs

English (LSJ)

ες, Dor. ὑπερμάκης [ᾱ] Pi.O.7.37: (μῆκος):—
A exceedingly long, δρόμοι A.Pr.591; ἡ βασιλέος . . χεὶρ ὑπερμήκης = the king's arm is very long, reaches very far, Hdt.8.140.β.
2 exceedingly high, of mountains, Id.7.128,129.
3 ὑπερμάκης βοά = a cry exceeding loud, Pi. l. c.

German (Pape)

[Seite 1198] ες, überlang, übermäßig lang; Her. 7, 128. 8, 140; δρόμοι Aesch. Prom. 593; – βοά, ein weithin tönendes Geschrei, Pind. Ol. 7, 37; u. in späterer Prosa.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 d'une longueur démesurée;
2 d'une hauteur excessive.
Étymologie: ὑπέρ, μῆκος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερμήκης: дор. ὑπερμάκης 2 (ᾱ)
1 страшно длинный, бесконечно долгий, нескончаемый (δρόμοι Aesch.);
2 не в меру длинный, т. е. хищный, загребущий (χείρ Her.);
3 чрезвычайно высокий (τὰ Θεσσαλικὰ οὔρεα Her.);
4 далеко отдающийся, далеко слышный (βοά Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερμήκης: -ες, γεν. εος, (μῆκος) εἰς ὑπερβολὴν μακρός, δρόμοι Αἰσχύλ. Πρ. 391· ἡ βασιλέος... χεὶρ ὑπ., εἶναι πολὺ μακρά, φθάνει εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, Ἡρόδ. 8. 140, 2. 2) ὑπερβαλλόντως ὑψηλός, ὑπερύψηλος, ὁ αὐτ. 7. 128, 129. 3) ὑπερμάκης βοά, βοὴ καθ’ ὑπερβολὴν ἰσχυρά, Πινδ. Ο. 7. 69.

Greek Monolingual

ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α
1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός
2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός
3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπιμήκης, προμήκης].

Greek Monotonic

ὑπερμήκης: -ες (μῆκος), γεν. -εος,
1. υπερβολικά μακρύς, σε Αισχύλ.· ἡ βασιλέος χεὶρ ὑπερμήκης, το χέρι του βασιλιά είναι πολύ μακρύ, φθάνει σε μεγάλη απόσταση, σε Ηρόδ.
2. υπερβολικά ψηλός, λέγεται για βουνά, στον ίδ.
3. ὑπερμάκης βοά, ιαχή, βοή υπερβολικά δυνατή, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑπερ-μήκης, ες μῆκος
1. exceeding long, Aesch.; ἡ βασιλέος χεὶρ ὑπ. the king's arm is very long, reaches very far, Hdt.
2. exceeding high, of mountains, Hdt.
3. ὑπερμάκης βοά a cry exceeding loud, Pind.

English (Woodhouse)

very long

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)