ὑπερμήκης
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
English (LSJ)
ες, Dor. ὑπερμάκης [ᾱ] Pi.O.7.37: (μῆκος):—
A exceedingly long, δρόμοι A.Pr.591; ἡ βασιλέος . . χεὶρ ὑπερμήκης = the king's arm is very long, reaches very far, Hdt.8.140.β.
2 exceedingly high, of mountains, Id.7.128,129.
3 ὑπερμάκης βοά = a cry exceeding loud, Pi. l. c.
German (Pape)
[Seite 1198] ες, überlang, übermäßig lang; Her. 7, 128. 8, 140; δρόμοι Aesch. Prom. 593; – βοά, ein weithin tönendes Geschrei, Pind. Ol. 7, 37; u. in späterer Prosa.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 d'une longueur démesurée;
2 d'une hauteur excessive.
Étymologie: ὑπέρ, μῆκος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερμήκης: дор. ὑπερμάκης 2 (ᾱ)
1 страшно длинный, бесконечно долгий, нескончаемый (δρόμοι Aesch.);
2 не в меру длинный, т. е. хищный, загребущий (χείρ Her.);
3 чрезвычайно высокий (τὰ Θεσσαλικὰ οὔρεα Her.);
4 далеко отдающийся, далеко слышный (βοά Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμήκης: -ες, γεν. εος, (μῆκος) εἰς ὑπερβολὴν μακρός, δρόμοι Αἰσχύλ. Πρ. 391· ἡ βασιλέος... χεὶρ ὑπ., εἶναι πολὺ μακρά, φθάνει εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, Ἡρόδ. 8. 140, 2. 2) ὑπερβαλλόντως ὑψηλός, ὑπερύψηλος, ὁ αὐτ. 7. 128, 129. 3) ὑπερμάκης βοά, βοὴ καθ’ ὑπερβολὴν ἰσχυρά, Πινδ. Ο. 7. 69.
Greek Monolingual
ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α
1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός
2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός
3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπιμήκης, προμήκης].
Greek Monotonic
ὑπερμήκης: -ες (μῆκος), γεν. -εος,
1. υπερβολικά μακρύς, σε Αισχύλ.· ἡ βασιλέος χεὶρ ὑπερμήκης, το χέρι του βασιλιά είναι πολύ μακρύ, φθάνει σε μεγάλη απόσταση, σε Ηρόδ.
2. υπερβολικά ψηλός, λέγεται για βουνά, στον ίδ.
3. ὑπερμάκης βοά, ιαχή, βοή υπερβολικά δυνατή, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὑπερ-μήκης, ες μῆκος
1. exceeding long, Aesch.; ἡ βασιλέος χεὶρ ὑπ. the king's arm is very long, reaches very far, Hdt.
2. exceeding high, of mountains, Hdt.
3. ὑπερμάκης βοά a cry exceeding loud, Pind.