πάμπολις

Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A prevailing in all cities, universal, νόμος dub. in S.Ant.614 (lyr., πάμπολύ γ' Heath).

German (Pape)

[Seite 454] in allen Staaten herrschend, allen Staaten gemein, Soph. Ant. 614.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν πάσῃ πόλει ἐπικρατῶν, παγκόσμιος, νόμος Σοφ. Ἀντ. 614· - τὸ χωρίον εἶναι ἐφθαρμένον, ὅρα Δινδ., ὁ Heath διώρθωσε: πάμπολύ γ΄, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παραδέξατο ὁ Jebb.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
commun à toute les cités, à tous les États.
Étymologie: πᾶν, πόλις.

Greek Monolingual

πάμπολις, -όλεως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που ισχύει σε όλες τις πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πόλις.

Greek Monotonic

πάμπολις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που επικρατεί σε όλες τις πόλεις, γενικός, καθολικός, σε Σοφ.