λεόντεος

Revision as of 19:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

α, ον, = foreg. 1, γάλα dub. in Alcm.34.5.

German (Pape)

[Seite 28] vom Löwen, Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lion.
Étymologie: λέων.

Greek Monolingual

λεόντεος, -έα, -ον (Α) λέων
(αμφβλ. γρφ.) λεόντειος.

Greek Monotonic

λεόντεος: ποιητ. λεόντειος, -α, -ον, αυτός που ανήκει σε λιοντάρι, λιονταρίσιος, σε Θεόκρ.