πυρισμάραγος

Revision as of 19:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ᾰρ], ον,

   A roaring with fire, Theoc.Syrinx 8 (v.l. -σφάραγος).

German (Pape)

[Seite 823] im oder vom Feuer tosend, krachend, Theocr. syrinx (XV, 21), Πόθος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pétille ou craque au feu.
Étymologie: πῦρ, σμαραγέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλι-σμάραγος, μεγαλο-σμάραγος).

Greek Monotonic

πῠρισμάρᾰγος: [ᾰ], -ον, αυτός που αντηχεί μέσα στη φωτιά, σε Θεόκρ.