μακαριστός

Revision as of 19:27, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A deemed or to be deemed happy, ἐς Ἀΐδα κατέβα πᾶσιν μ. ἰδέσθαι IG12.1085; πρὸς πάντων ἀνθρώπων Hdt.7.18; ἡ ὑπὸ τῶν πολλῶν μ. αἵρεσις Pl.Phdr.256c; πᾶσι Χαλδαίοις X.Cyr.7.2.6: abs., enviable, Ar.V. 550, Epicur.Sent.Vat. 17; μ. γάμος Ar.Av.1725; ὦ μακαριστὲ Κομᾶτα Theoc.7.83, cf. Call.Epigr.in Berl.Sitzb.1912.548 (fort. proparox., quasi-Sup. of μάκαρ): Comp. -ότερος Isoc.8.143: Sup. -ότατος Lyr.Adesp. 139.6, X.Mem.2.1.33, Isoc.9.70, Sammelb.5765.4 (iii/iv A.D.), Man.1.209; αἱ -όταται φύσεις Phld.Herc.1232p.70V. Adv. -τῶς, διάγειν J.AJ2.6.1.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰριστός: -ή, -όν, ὡς τὸ ζηλωτός, ὁ θεωρούμενος ἢ δυνάμενος νὰ θεωρηθῇ μακάριος, ὁ μακαριζόμενος, πρὸς πάντων ἀνθρώπων Ἡρόδ. 7. 18· ὑπὸ πολλῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 256G· πᾶσι Χαλδαίοις Ξεν. Κύρ. 7. 2, 6· ἀπολ., ἐπίφθονος, «ζηλευτός», Ἀριστοφ. Σφ. 550, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33 (ἐν τῷ ὑπερ. -ιστότατος)· μ. γάμος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1725· ὦ μακαριστὲ Κομᾶτα Θεόκρ. 7. 83· Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 6, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on estime ou qu’on peut estimer heureux;
Sp. μακαριστότατος.
Étymologie: μακαρίζω.

Greek Monolingual

μακαριστός, -ή, -όν (AM) μακαρίζω
αυτός που θεωρείται μακάριος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μακαριστόν
μακαρισμός, καλοτύχισμα
αρχ.
ζηλευτός, ποθητός.
επίρρ...
μακαριστῶς (Α)
με μακαριστό τρόπο.

Greek Monotonic

μᾰκᾰριστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που θεωρείται ή αυτός που πρέπει να θεωρείται ευτυχισμένος, αξιοζήλευτος.