ποικιλτέον

Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A one must work in embroidery, Id.R. 378c.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ποικίλλω, δεῖ ποικίλλειν, Πλάτ. Πολ. 378C.

Greek Monotonic

ποικιλτέον: ρημ. επίθ. του ποικίλλω, αυτό που πρέπει να δουλέψει κάποιος μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ.