παλαιόπλουτος

Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A full of ancient wealth, χωρίον Th.8.28, cf. Arist.Ath.6.2.

German (Pape)

[Seite 445] mit altem, längst gesammeltem Reichthume, Thuc. 8, 28 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιόπλουτος: -ον, πλούσιος ἐκ παλαιῦ χρόνου, ὡς τὸ ἀρχαιόπλουτος, Θουκ. 8. 28· ἀντίθετον τῷ νεόπλουτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
riche depuis longtemps.
Étymologie: πάλαι, πλοῦτος.

Greek Monolingual

παλαιόπλουτος, -ον (Α)
ο από παλαιά πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -πλοῦτος.

Greek Monotonic

πᾰλαιόπλουτος: -ον, πλούσιος από προηγούμενα χρόνια, σε Θουκ.