ον,
A v. ὑπόγειος.
[Seite 1212] = ὑπόγειος, bes. ion., z. B. Her. 4, 206.
ὑπόγαιος: -ον, ἴδε ὑπόγειος.
ος, ον :souterrain.Étymologie: ὑπό, γῆ.
-ον, Αβλ. υπόγειος.
ὑπόγαιος: -ον, βλ. ὑπό-γειος.