διεφθάρατο

Revision as of 19:33, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A v. διαφθείρω.

Greek (Liddell-Scott)

διεφθάρᾰτο: ἴδε ἐν λ. διαφθείρω, Ἡρόδ. 8.90.

Greek Monotonic

διεφθάρᾰτο: γʹ πληθ. Ιων. Παθ. υπερσ. του διαφθείρω.