A v. διαφθείρω.
διεφθάρᾰτο: ἴδε ἐν λ. διαφθείρω, Ἡρόδ. 8.90.
διεφθάρᾰτο: γʹ πληθ. Ιων. Παθ. υπερσ. του διαφθείρω.