μαθητιάω

Revision as of 19:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Desiderat.,

   A wish to become a disciple, wish to learn, Ar.Nu.183, Ps.- Luc.Philopatr.14, AP15.38 (Cometas).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητιάω: ἐφετικὸν τοῦ μανθάνω, ἐπιθυμῶ νὰ γείνω μαθητής, Ἀριστοφ. Νεφ. 183, κτλ. II. παρὰ μεταγεν.= μαθητεύω, Ἀνθ. Π. 15. 38.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 avoir le désir d’apprendre;
2 être disciple.
Étymologie: μαθητής.

Greek Monotonic

μᾰθητιάω: εφετικός τύπος του μανθάνω,
I.επιθυμώ να γίνω μαθητής κάποιου, σε Αριστοφ.
II. μαθητεύω, σε Ανθ.