πλᾶτις

Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ιδος, ἡ, poet. for πελάτις,

   A wife, Ar.Ach.132, Lyc.821.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, poet. statt πελάτις, Ehefrau, Ar. Ach. 132, παρὰ τὸ πελάζειν τῷ ἀνδρί, Schol. das.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾶτις: -ιδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ πελάτις, γυνή, σύζυγος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 123, Λυκόφρ. 821. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
épouse, compagne.
Étymologie: πελάζω.

Greek Monotonic

πλᾶτις: -ιδος, ἡ, ποιητ. αντί πελάτις, σύζυγος, σε Αριστοφ.