χρυσεόστολμος

Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A decked with gold, δόμοι A.Pers.159 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1379] poet. statt χρυσεόστολος, Aesch. δόμοι, Pers. 155.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόστολμος: -ον, κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, δόμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 159.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ornements d’or.
Étymologie: χρυσός, στολή.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) χρυσεόστολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσο-) + στολμός «στολή, ενδυμασία»].

Greek Monotonic

χρῡσεόστολμος: -ον, στολισμένος, κοσμημένος με χρυσό, σε Αισχύλ.