ο

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

(I)
) (Α)
(αρσ. της αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο.
(II)
(Α)
(ουδ. της αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο.
(III)
ὄ ὄ ὄ (Α)
σχετλιαστικό επιφώνημα.
η, το (ΑΜ , το, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ)
Ι. ΚΛΙΣΗ: Α' (στον εν.)
1. (γεν. του, της, του (τοῦ, τῆς, τοῦ), ιδιωμ. τ. θηλ. τση, επικ. τ. αρσ. και ουδ. τοῑο, δωρ. τ. θηλ. τὰς
2. δοτ. τῷ, τῇ, τῷ, αιολ. και δωρ. τ. θηλ. τᾷ
3. (αιτ.) τον, την, το (τον, τήν, το), δωρ. τ. θηλ. τάν
Β' στον πληθ.
1. (ονομ.) οι, αι, τα (οἱ, αἱ, τά), νεοελλ. τ. θηλ. οι, επικ. και δωρ. τ. αρσ. τοί, επικ. και δωρ. τ. θηλ. ταί
2. γεν. τών (τῶν), επικ. και βοιωτ. τ. τάων
3. δοτ. τοῖς, ταῑς, τοῖς, επικ. και αττ. ποιητ. τ. αρσ. και ουδ. τοῖσι, επικ. και αττ. ποιητ. τ. θηλ. ταῑσι, ιων. και αρχ. αττ. τ. θηλ. τῇσι και τῇς
4. (αιτ.) τους, τας, τα (τους, τὰς, τά), νεοελλ. τ. θηλ. τις και τες, ιδιωμ. τ. αρσ. τσι
Γ' (στον δυϊκ.)
1. (ονομ. και αιτ.) αρσ. τώ, σπάν. τ. θηλ. τά, ουδ. τώ
2. (γεν. και δοτ.) αρσ. τοῑν, σπάν. τ. θηλ. ταῑν, ουδ. τοῑν
II. ΣΗΜ. (οριστικό άρθρο της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο αρχικά ήταν σε μεγάλη χρήση ως δεικτική αντωνυμία και αργότερα ως αναφορική)
1. προτάσσεται σε κοινά προσηγορικά, επίθετα ή μετοχές, προκειμένου να ορίσει πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, αντιδιαστέλλοντάς το προς τη γενική και αόριστη έννοιά του, ή για να μερικεύσει και να εξατομικεύσει την έννοια ενός είδους, διακρίνοντάς το από τα άλλα είδη, ή για να δώσει διανεμητική έννοια, αντί του κάθε, έκαστος (α. «δώσε μου την εφημερίδα» β. «ο άνθρωπος είναι ον λογικό» γ. «πληρώνουμε χίλιες δραχμές τον μήνα» δ. «μόχλωσον τὴν θύραν», Αριστοφ.
ε. «καὶ λέγει αὐτοῖς
ἴδε ὁ ἄνθρωπος», ΚΔ
στ. «μισθὸν φέροντας δύο δραχμάς τῆς ἡμέρας», Αριστοφ.)
2. ουσιαστικοποιεί γενικά κάθε μέρος του λόγου, ακόμη και ολόκληρη πρόταση (α. «το είναι» β. «θα αντέξουμε στην οποιαδήποτε στέρηση» γ. «το τί θα κάνω είναι δική μου υπόθεση» δ. «ποθεῖς τὸν οὐ παρόντα», Αριστοφ. ε. «πῶς ἄν ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ διαφθείροι τοὺς νέους;», Ξεν.)
3. επιθετοποιεί διαφόρους προσδιορισμούς κάνοντας τους ισοδύναμους με τους κυρίως επιθετικούς προσδιορισμούς («ο κάτω κόσμος»)
4. προτάσσεται σε αναφορική πρόταση, προκειμένου να τήν συμπτύξει σε μία ιδέα («τῇ ᾗ φὴς σὺ σκληρότητι», Πλάτ.)
5. (σε ελλειπτικές προτάσεις) α) προτάσσεται στη γενική κύριου ονόματος για δήλωση καταγωγής, συγγενικής ή άλλης σχέσης που υπονοείται από τα συμφραζόμενα («Θουκυδίδης ὁ Ὀλόρου», Θουκ.)
β) προτάσσεται σε λέξη ή φράση για να δηλώσει κάθε είδους σχέση (α. «τὰ τοῦ θεοῦ» β. «τὸ τῆς πόλεως» γ. «οἱ ἐξ αἵματος» δ. «τὰ τῆς τύχης»)
6. το άρθρο παραλείπεται: α) όταν η έννοια του ονόματος που πρόκειται να δηλωθεί είναι γενική ή αόριστη (α. «πάσχει από μεγαλομανία» β. «παιδεία μὲν οὖν φέρει καὶ νίκην, νίκη δ' ἐνίοτε ἀπαιδευσίαν», Πλάτ.)
β) από το κατηγορούμενο όταν αυτό δηλώνει μία νέα ιδιότητα ή μία έννοια άγνωστη προηγουμένως («έπεσε ξερός»)
γ) από τα ονόματα που δηλώνουν το αντικείμενο της γεύσης, όσφρησης, αγοράς ή πώλησης (α. «πωλείται οικόπεδο» β. «τρώει πορτοκάλια» γ. «ὅστις λωτοῖο φάγοι μελιηδέα καρπόν», Ομ. Οδ.)
δ) από τα γνωμικά, τα αποφθέγματα και τις παροιμίες («χρόνος δίκαιον ἄνδρα δείκνυσιν μόνος», Σοφ.)
ε) από δύο ή περισσότερα ονόματα όταν αυτά είναι έτσι συνδεδεμένα μεταξύ τους ώστε να αποτελούν μία έννοια, μία ολότητα («πίστιν, πατρίδα ἠρνήσατο καὶ συγγενεῖς και φίλους», Διγεν. Ακρ.)
7. φρ. α) «τὸ μὲν... τὸ δέ» — εν μέρει μεν... εν μέρει δε, αφ' ενός μεν... αφ' ετέρου δε
β) «πρὸ τοῦ» και, ενωμένο, «προτού» και, νεοελλ. «αποπροτού» — πρωτύτερα, πριν από αυτό, προηγουμένως
γ) «το και το»
(ως στερεότυπη έκφραση σε αφήγηση) αυτό κι αυτό
νεοελλ.
1. προτάσσεται σε ονόματα που δηλώνουν: α) καταστάσεις, έννοιες, όντα ή φαινόμενα που είναι παγκοίνως γνωστά (α. «με γέλασεν η χαραυγή, τ' άστρι και το φεγγάρι», Πολίτ.
β. «ρίξε στους κάμπους τη βροχή και στα βουνά το χιόνι», Πολίτ.)
β) πρόσωπα συγγενικά («χάνει η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα»)
2. πολύ συχνά χρησιμοποιείται πλεοναστικά («τά 'μαθές τα νέα;»)
αρχ.
(Ι) (ως δεικτική αντωνυμία)
1. α) αυτός εδώ, εκείνος εκεί («οἱ δὲ δίκας διδοῦσι, τοῖσι τέθηλε πόλις», Ησίοδ.)
β) (με ουσ. για να εντείνει την προσοχή σε αυτό) αυτός εδώ ο γνωστός, εκείνος ο γνωστός («τὸν Χρύσην ἠτίμησε», Ομ. Ιλ.)
2. για δήλωση και προσδιορισμό προσώπου ή πράγματος, προκειμένου να δώσει σε αυτό έμφασητιμῆς τῆς Πριάμου», Ομ. Ιλ.)
3. σε ιδιάζουσα χρήση, κατά την οποία επαναλαμβάνεται το άρθρο μετά το όνομα που συνοδεύει, πριν από την αναφορική αντωνυμία ὅς, ὅσος, οἷος η οποία ακολουθεί, κατά το φαινόμενο του πλεονασμού, για να εντείνει την προσοχή στο προηγούμενο όνομα («ἐφάμην σε περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων, τῶν, ὅσσοι Λυκίην ναιετάουσιν», Ομ. Ιλ.)
4. ορισμένες πτώσεις επιρρηματικώς: α) (η δοτ. του θηλ.) τῇ
i) σε αυτό τον τόπο
ii) προς αυτή την κατεύθυνση
iii) κατ' αυτό τον τρόπο («τῇ μέν... τῇ δέ» — κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο)
iv) (με αναφορική σημ.) απ' όπου («εἴσατο γὰρ νηῶν έπ' ἀριστερά, τῇπερ Ἀχαιοὶ ἐκ πεδίου νίσσοντο», Ομ.Ιλ)
β) (η δοτ. του ουδ.) τῷ
i) ως εκ τούτου, όθεν («τῷ τοι... μᾶλλον σκεπτέον καὶ ἐξ ἀρχῆς», Πλατ.)
ii) κατ' αυτό τον τρόπο, έτσι
γ) (η γεν. του ουδ.) τοῦ
λοιπόν
δ) η αιτ. του ουδ.) το
γι' αυτό («τὸ και κλαίουσα τέτηκα», Ομ. Ιλ.)
5. όταν προτάσσεται σε υπερθετικά, επιτείνει τη σημασία τους («ἐν τοῖσι θειότατον», Ηρόδ.)
6. φρ. «ὁ καὶ ὁ», «ἡ καὶ ἡ», «τὸ και τὸ» — και αυτός και εκείνος, και αυτός και ο άλλος
(II) ως αναφορική αντωνυμία αντί του ὅς, ἥ, ὅ («ἦν Κανδαύλης, τὸν οἱ Ἕλληνες Μυρσίλον ὀνομάζουσιν», Ηρόδ.)
(IΙΙ) (κράση του άρθρου)
1. με το ἄ τρέπεται σε ά (ὁ ἀνήρ - ἁνήρ, τὰ ἄκίνητα τἀκίνητα, τῷ ἀγαθῷ - τ'ἀγαθῷ)
2. με το αι τρέπεται σε ᾳ (τὸ αἴτιον- τᾄτιον)
3. οι τ. ὁ, το, οἱ, καθώς και η γεν. τοῦ, με το ε τρέπονται σε ου (ὁ ἐπὶ - οὑπί, τὸ ἔργον - τοὖργον, ή τοὖργον, οἱ ἐπιχώριοι - οὑπιχώριοι, τοῦ ἐμοῦ - τοὐμοῦ), αλλά και κατ' εξαίρεση σε α (ὁ ἕτερος - ἅτερος, τὸ ἕτερον θἄτερον)
4. το θηλ. η με το ε με κράση γίνονται η (ἡ ἑτέρα - ἡτέρα, τῇ ἑτέρᾳ -θἠτέρᾳ
5. η δοτ. τῷ χάνει το υπογεγραμμένο ι (τῷ ἐμῷ - τὠμῷ)
6. οι τ. ὁ, τὸ με το ο τρέπονται σε ου (ὁ Ὀλύμπιος - Οὑλύμπιος)
7. οι τ. ὁ, τὸ με το αυ τρέπονται σε ᾱυ (τὸ αὐτό - ταὐτό)
8. το ἡ με το ευ τρέπεται σε ηυ (ἡ εὐλάβεια - ηὑλάβεια)
9. η δοτ. τῇ με το η τρέπεται σε θἠ (τῇ ἡμερᾳ -θἠμέρᾳ)
10. ο τ. το με το υ τρέπεται σε θου (τὸ ὕδωρ - θοὔδωρ)
11. σε μερικές διαλέκτους η κράση γίνεται κατά τους νόμους της συναίρεσης που επικρατούν σ' αυτές (ὁ ἔλαφος
δωρ. ὥλαφος, ἡ αὐτή - ωὑτή)
12. από το άρθρο ως δεικτ. αντωνυμία σχηματίζονται οι αντωνυμίες ὅγε, ἥγε, τόγε, ὅδε, ἥδε, τόδε, ὁδί, ἡδί, τοδί, ὅ(σ)περ, ἥπερ, ὅπερ, ὅ(σ)τε, ἥτε, ὅτε, ὅ(σ)τις, ἥτις, ὅ, τι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θέμα του οριστικού άρθρου ὁ / ἡ / το παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία ανά γένος, πτώση και αριθμό. Η ονομ. εν. του αρσενικού και θηλυκού ο / η αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. sa(sah), sā, γοτθ. sa, sō και ανάγεται σε IE so(s) / sā. To ουδ. του εν. και πληθ. το, τά αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. tad, tāni και ανάγεται σε IE tod (< ΙΕ ρίζα τo-, τα-, τιο-), πρβλ. λατ. is-te, is-ta, is-tud, αρχ. σλαβ. tu, ta, to (βλ. και τις δεικτικές αντωνυμίες τοῖος, τόσος, τηλίκος). Άρα: αρσ. so(s) = ὁ (με δάσυνση του αρκτικού s-), θηλ. sā=a / (ἡ και ουδ. tod = το (με σίγηση στην Πρωτοελληνική του ληκτικού κλειστού). Στην ίδια ρίζα με αρκτικό οδοντικό σύμφωνο ανάγονται επίσης οι υπόλοιπες πτώσεις του εν. και πληθ. (πρβλ. αρχ. ινδ. γεν. πληθ. tāsām), ο δυϊκός αριθμός και οι αρχαίοι τ. τοί, ταί της ονομ. του πληθ. του αρσενικού και θηλυκού (πρβλ. αρχ. ινδ. ονομ. πληθ. tē, tāh) που μαρτυρούνται σε τμήμα της αιολικής διαλέκτου και γενικά σε όλη την ομάδα των δυτικών διαλέκτων εκτός από την Κρήτη. Οι τ. της ονομ. πληθ. οἱ, αἱ που επικράτησαν τελικά στην Ιωνική, Αττική, Αρκαδική, Κυπριακή και Λεσβιακή σχηματίστηκαν χωρὶς τ-, αναλογικά προς την ονομ. εν. ὁ, ἡ. Το οριστικό άρθρο αρχικά ήταν σε μεγάλη χρήση ως δεικτική αντωνυμία και αργότερα ως αναφορική. Τη δεικτική σημ. του μαρτυρεί και ο τ. ὅς στις ομηρικές εκφράσεις ἦ δ' ὅς, ὅς και ὅς, που πρέπει να αποτελεί παραλλαγή του ό με το χαρακτηριστικό -ς της ονομαστικής (πρβλ. αρχ. ινδ. sah). Σε πολλές διαλέκτους μάλιστα το άρθρο ὁ, ἡ, το συναγωνίστηκε την αναφορική αντωνυμία ὅς, ἥ, ὅ. Η χρήση αυτή παρατηρείται στον Όμηρο, όπου τα θέματα της αναφορικής αντωνυμίας και του άρθρου μαρτυρούνται το ένα κοντά στο άλλο. Στον Ηρόδοτο απαντά το σύστημα ὅς, ἥ, το στον εν. και οἵ, αἵ, τά στον πληθ. (βλ. λ. ὅς, ἥ, ὅ). Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρείται τ. toi της δοτ. του άρθρου με δεικτική σημ.].

English (Autenrieth)

‘prothetic,’ as in ὄβριμος, ὀμίχλη, ὄνομα; ‘copulative,’ as in ὄπατρος, οἰετής.