πολύρροδος

Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A abounding in roses, λειμῶνες Ar.Ra.449 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύρροδος: -ον, (ῥόδον) ὁ ἔχων ἀφθονίαν ῥόδων, λειμὼν Ἀριστοφ. Βάτρ. 548.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de roses.
Étymologie: πολύς, ῥόδον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά ρόδα, πολλά τριαντάφυλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόδον (πρβλ. φοινικό-ρροδος].

Greek Monotonic

πολύρροδος: -ον, άφθονος σε τριαντάφυλλα, σε Αριστοφ.