προδηλόω

Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A make clear beforehand, show plainly, Th.6.34; τὰ μέλλοντα Plu.Pomp.32:—Pass., Plb.10.46.10, etc.; τὰ προδηλούμενα πρόσωπα the aforesaid persons, IG12(7).239.23 (Amorgos), cf. SIG1234.4 (Lycia), etc.    II give instructions beforehand, τινι c. inf., Parth.17.3.

German (Pape)

[Seite 715] vorher deutlich od. offenbar machen; Thuc. 6, 34 g. E.; Pol. 10, 46, 10; Luc. merc. cond. 3.

Greek (Liddell-Scott)

προδηλόω: δηλῶ, φανερώνω, ἐκ τῶν προτέρων, δηλῶ σαφῶς, Θουκ. 6. 34, Πλουτ. Πομπ. 32. ― Παθ., Πολύβ. 10. 46, 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déclarer ou notifier d’avance.
Étymologie: πρόδηλος.

Greek Monotonic

προδηλόω: μέλ. -ώσω, κάνω φανερό από πριν, δείχνω φανερά, φανερώνω, σε Θουκ.