λογογραφέω

Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A to be a λογογράφος 11, write speeches, τισι for people, Plu.Comp.Dem.Cic.3; ἐπί τινα Id.Dem.6.    II make into a story, [μυθάρια] Jul.Or.7.208c.    III keep accounts, ψευδῶς λ., Ἑλληνικά 1.18 (Gytheum, i A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

λογογρᾰφέω: εἶμαι λογογράφος· - γράφω λόγους, τινι, διά τινα ἄλλον, Πλουτ. Δημ. 6, Σύγκρ. Δημ. καὶ Κικ. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
écrire des discours pour autrui.
Étymologie: λογογράφος.

Greek Monotonic

λογογρᾰφέω: μέλ. -ήσω, γράφω λόγους, σε Πλούτ.