φιλοικοδόμος
English (LSJ)
ον,
A fond of building, X.Oec.20.29, Arist.EN 1175a34.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοικοδόμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ οἰκοδομῇ, Ξεν. Οἰκ. 20. 29, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à bâtir des maisons.
Étymologie: φίλος, οἰκοδομέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσει να χτίζει οικοδομήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἰκοδόμος.
Greek Monotonic
φῐλοικοδόμος: -ον, αυτός που αγαπά την οικοδόμηση, σε Ξεν.