φιληδία

Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A delight, γρυλίζειν ὑπὸ φιληδίας, of pigs, Ar.Pl.307 (lyr.), cf. 311 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1277] ἡ, Liebe, Hang zum Vergnügen; Vergnügen an Etwas, Ar. Plut. 307. 311.

Greek (Liddell-Scott)

φῐληδία: ἡ, ἡδονή, ὑπὸ φιληδίας γρυλλίζειν, ἐπὶ χοίρων, Ἀριστοφ. Πλ. 307, πρβλ. 311.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
goût ou recherche du plaisir.
Étymologie: φιληδής.

Greek Monolingual

ἡ, Α φιληδής
φιληδονία.

Greek Monotonic

φῐληδία: ἡ, απόλαυση, σε Αριστοφ.