καταφθινύθω

Revision as of 19:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ῠ],

   A = καταφθίω, h.Cer.353, Emp. 111.4; cf. sq.

Greek (Liddell-Scott)

καταφθινύθω: ῠ, καταφθίω, τινὰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 354· ἄνεμοι κ. ἄρουραν Ἐμπεδ. 465· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

καταφθινύθω (Α)
(ποιητ. τ.) καταφθίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φθινύθω, ποιητ. τ. του φθίω «καταστρέφω»].

Greek Monotonic

καταφθῐνύθω: [ῠ], = καταφθίω, σε Ομηρ. Ύμν.