καταφθίω
ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight
English (LSJ)
(pres. only in the simple φθίω):
I causal in fut. καταφθίσω [ῑ] Od. (v. infr.), aor. 1 κατέφθῐσα Trag. (v. infr.):—ruin, destroy, οὐ μὲν δή σε καταφθίσει Od.5.341; παλαιὰς διανομὰς -φθίσας A.Eu.727; κατὰ μὲν φθίσας τὰν γαμψώνυχα παρθένον S.OT1198 (lyr.).
II Pass., aor. κατεφθίμην, part. καταφθίμενος, inf. καταφθίσθαι; poet. καπφθίμενος restored in anapaestic and choriambic verses of E., Rh.378, Supp.984, El.1299:—waste away, perish, κεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο καὶ μένε' ἀνδρῶν would all have been consumed, spent, Od.4.363; ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι σὺν ἐκείνῳ ὤφελες 2.183; σεῖο καταφθιμένοιο if thou shouldst die, Il.22.288; νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν Od.11.491, cf. h.Cer.347; νόμοι περὶ τῶν καταφθιμένων IG 12(5).593 A1 (Ceos); ἐκεῖ κατέφθιτο there he died, A.Pers.319, cf. S. Ph.346; τὠμῷ πόθῳ κ. Id.OT970; φέγγος ἡλίου κατέφθιτο the sun's light died away, A.Pers.377.
French (Bailly abrégé)
1 Act. (seul. fut. καταφθίσω et ao. κατέφθισα) gâter, consumer, faire dépérir, détruire, acc.;
2 Pass. (seul. ao.2 ind. 3ᵉ sg. κατέφθιτο, inf. καταφθίσθαι, part. καταφθίμενος) être gâté, consumé, détruit, mort, éteint.
Étymologie: κατά, φθίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-φθίω en καταφθίνω, causat. alleen fut. καταφθίσω en aor. κατέφθισα; intrans. alleen aor. κατέφθιτο, poët. ptc. sync. καπφθίμενος; ptc. perf. κατεφθινηκώς met acc. te gronde richten, vernietigen:. παλαιὰς δαιμονὰς καταφθίσας na de oude machtsverdelingen te hebben vernietigd Aeschl. Eum. 727; κατὰ μὲν φθίσας τὰν γαμψώνυχα παρθένον χρησμῳδόν toen u de profeterende jonge vrouw met kromme klauwen had vernietigd Soph. OT 1198. intrans., act. en med., van personen sterven, wegkwijnen:; σεῖο καταφθιμένοιο als jij dood zou zijn Il. 22.288; ἀγρίᾳ νόσῳ καταφθίνοντα wegterend door een wrede ziekte Soph. Ph. 266; van zaken vergaan, verkomen, verdwijnen:. καί νύ κεν ἤια πάντα κατέφθιτο en nu zou alle proviand zijn opgeraakt Od. 4.363; σῶμα κατεφθινηκός een verzwakt lichaam Plut. Cic. 14.6.
German (Pape)
(φθίω),
1 act. fut. und aor. 1., mit langem ι, zu Grunde richten, hinschwinden lassen, töten; οὐ μὲν δή σε καταφθίσει Od. 5.341; παλαιὰς δαίμονας καταφθίσας Aesch. Eum. 697; κατὰ μὲν φθίσας τὰν γαμψώνυχα παρθένον Soph. O.R. 1198.
2 pass. plusqpf. oder aor. synkop. κατεφθάμην, mit kurzem ι, untergehen, umkommen, sterben, am häufigsten im partic., σεῖο καταφθιμένοιο, Il. 22.288; Od. 3.196 und a. D.; νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν Od. 11.491; ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι ὤφελες, o daß du umgekommen wärst, 2.183; ἤϊα κατέφθιτο, die Reisevorräte waren aufgezehrt, 4.363; ἐκεῖ κατέφθιτο Aesch. Pers. 311; ἐπεὶ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφθιτο, nachdem es erloschen war, 369; εἴ τι μὴ τὠμῷ πόθῳ κατέφθιτο Soph. O.R. 970; Phil. 346; κατέφθισο Eur. Hipp. 839.
Russian (Dvoretsky)
καταφθίω: (pass.: 3 л. sing. aor. κατέφθιτο, part. καταφθίμενος, inf. καταφθίσθαι) губить (τινά Hom., Soph.); уничтожать (παλαιὰς διανομάς Aesch.); pass. погибать, гибнуть, исчезать: ὡς ἀγαθὸν καὶ παῖδα καταφθιμένοιο λιπέσθαι ἀνδρός Hom. как хорошо, когда у погибшего мужа остается сын; ἤϊα πάντα κατέφθιτο Hom. все дорожные припасы были истрачены; οἱ καταφθίμενοι HH мертвецы; ἐπεὶ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφθιτο Aesch. когда же погас свет солнца.
Greek (Liddell-Scott)
καταφθίω: ὁ ἐνεστ. μόνον ἐν τῷ ἁπλῷ φθίω· Ι. μεταβ. ἐν τῷ μέλλοντι καταφθίσω: ἀόρ. α', κατέφθῐσα ἴδε ἐν τέλ.·- καταστρέφω, ἀφανίζω, ἐξολοθρεύω, φονεύω, οὐ μὲν δή σε καταφθίσει Ὀδ. Ε. 341· παλαιὰς διανομὰς καταφθίσας Αἰσχύλ. Εὐμ. 727 (ἴδε διανομή)· κατὰ μὲν φθίσας τὰν γαμψώνυχα παρθένον Σοφ. Ο.Τ. 1198. ΙΙ.Παθ. πρκμ. κατέφθῐμαι: ὑπερσ. κατεφθίμην, ὅπερ εἶναι καὶ συγκεκομ. ἀόρ. καὶ ὡς τοιοῦτος εὕρηται παρ’ Ὁμ., μετοχ. καταφθίμενος: ἀπαρέμφ. καταφθίσθαι· ποιητ. καπφθίμενος, πρβλ. ἀποφθίμενος, ἐπανορθωθὲν ἐν ἀναπαιστικοῖς καὶ χοριαμβικοῖς στίχοις τοῦ Εὐρ. ἐν Ρήσ. 378, Ἱκέτ. 984, Ἠλ. 201, 1299· ἐν Ἐπιγρ., οἱ νόμοι περὶ τῶν καταφθιμένων Dittenb.·-καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι, ἀπόλλυμαι· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὸν συγκεκομμ. ἀόρ., ἤϊα πάντα κατέφθιτο, πάντα τὰ τρόφιμα κατηναλώθησαν, Ὀδ. Δ. 363· ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι σὺν ἐκείνῳ ὤφελες, εἴθε νὰ εἶχες καταστραφῇ, Ὀδ. Β. 183· σεῖο καταφθιμένοιο, ἂν ἤθελες ἀποθάνει Ἰλ. Χ. 238· νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν ὀδ. Λ. 491· οὕτως, ἐκεῖ κατέφθιτο, ἀπέθανεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 319· ἐμῷ πόθῳ κατέφθιτο Σοφ. Ο. Τ. 970, Φιλ. 346· κατέφθισο Εὐρ. Ἱππ. 839· φέγγος ἡλίου κατέφθιτο, τὸ φῶς τοῦ ἡλίου εἶχε τελειώσῃ, δύσῃ, Αίσχύλ. Πέρσ. 377. καταφθῐσω παρ’ Ὁμήρῳ, ἀλλὰ κατέφθῐσα παρὰ Τραγ.· ῐ ἐν τῷ πρκμ. καὶ ἀορ. παθητ..
English (Autenrieth)
fut. -φθίσει, mid. aor. κατέφθιτο, inf. καταφθίσθαι, part. -φθίμενος: destroy, mid., perish, pass away, die; νεκύεσσι καταφθιμένοισιν (κατά because they have passed down to Hades, cf. καταθνήσκω), Od. 11.491.
Greek Monolingual
καταφθίω (Α)
1. καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω
2. παθ. καταφθίομαι
α) πεθαίνω
β) καταναλίσκω, ξοδεύω
γ) μτφ. (για το φως του ήλιου) σβήνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φθίω «καταστρέφω»].
Greek Monotonic
καταφθίω:I. μτβ., στον μέλ. κατα-φθίσω [ῑ], αόρ. αʹ κατ-έφθῐσα, καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
II. Παθ., Επικ. αόρ. βʹ κατ-εφθίμην [ῐ], απαρ. καταφθίσθαι· ποιητ. καπ-φθίμενος· είμαι κατεστραμμένος, αφανισμένος, εξολοθρευμένος, ἤϊα πάντα κατέφθιτο, οι προμήθειες καταναλώθηκαν όλες, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι ὤφελες, μακάρι να είχες χαθεί, στο ίδ.· σεῖο καταφθιμένοιο, αν είχες πεθάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκεῖ κατέφθιτο, πέθανε εκεί, σε Αισχύλ.· φέγγος ἡλίου κατέφθιτο, χάθηκε το φως του ήλιου, στον ίδ.