λεχώϊος

Revision as of 19:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον, (λεχώ)

   A of or belonging to childbed, A.R.2.1014; λ. δῶρα presents made at the birth, AP7.166 (Diosc. or Nicarch.).    II neut. as Subst., Ρείης . . λεχώϊον the place where Rhea bare her child, Call.Jov.14.

German (Pape)

[Seite 37] die Kindbetterinn betreffend; λοετρά, Ap. Rh. 2, 1014; κόραι τῇ παιδὶ λεχώϊα δῶρα φέρουσαι, Diosc. (VII, 166); Ῥείης λεχώϊον, der Ort wo Rhea niederkam, Callim. Iov. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne les accouchements ou les femmes qui accouchent.
Étymologie: λεχώ.

Greek Monolingual

λεχώϊος, -ον θηλ. και λεχωϊάς (Α)
βλ. λεχώος.

Greek Monotonic

λεχώϊος: -ον, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε λεχώνα, δῶραλεχώϊα, δώρα που προσφέρονται στη λεχώνα κατά τον τοκετό, σε Ανθ.