προσανέρπω

Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A creep up to, τῷ τραχήλῳ Plu.Them.26.

German (Pape)

[Seite 750] daran hinauskriechen, τῷ τραχήλῳ, Plut. Themist. 26.

Greek (Liddell-Scott)

προσανέρπω: ἀνέρπω, πρός..., τῷ τραχήλῳ Πλουτ. Θεμιστ. 26.

French (Bailly abrégé)

monter en rampant, se glisser peu à peu jusqu’à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνέρπω.

Greek Monolingual

Α
ανεβαίνω κάπου έρποντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνέρπω «ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω].

Greek Monotonic

προσανέρπω: μέλ. -ψω, έρπομαι προς τα πάνω, σε Πλούτ.