εἰσεῖδον

Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Ep. εἴσῐδον and in Med. form εἰσῐδόμην,

   A v. εἰσοράω.

German (Pape)

[Seite 742] s. εἰσοράω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσεῖδον: Ἐπ. εἴσῐδον καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ εἰσῐδόμην, ἴδε ἐν λ. εἰσοράω.

French (Bailly abrégé)

v. εἰσοράω.

English (Autenrieth)

see εἰσοράω.

Spanish (DGE)

v. εἰσοράω.

Greek Monolingual

εἰσεῑδον και εἴσιδον (Α)
αόρ. του ρ. εισορώ.

Greek Monotonic

εἰσεῖδον: Επικ. -ίδον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του εἰσοράω.