Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εισορώ

From LSJ

Greek Monolingual

εἰσορῶ και ἐσορῶ (-άω) (Α)
1. βλέπω μέσα, παρατηρώ με προσοχή, ατενίζω («εἰσορόων Τρώων πόλιν», Ιλ. Θ.)
2. βλέπω κάποιον να μπαίνει ή να παραμένει σ' έναν τόπο
3. (με μτχ.) αντιλαμβάνομαι κάτι («ὡς ἕρποντος εἰσορᾷς ἐμοῦ» — μέ βλέπεις ότι φεύγω)
4. βλέπω, ατενίζω με θαυμασμό, προσβλέπω με σεβασμό
5. σέβομαι, έχω σε υπόληψη, τιμώ
6. ατενίζω
7. βλέπω με τον νου, διαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι
8. (για θεό) βλέπω για να τιμωρήσω, τιμωρώ
9. (με το μη) βλέπω, φροντίζω να μη, προσέχω μήπως («εἰσόρα μὴ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τίθῃς»).