περιπεταστός

Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A spread round or over, π. φίλημα lewd kiss, Ar.Ach.1201.

German (Pape)

[Seite 586] ringsum, darüber ausgebreitet, hingebreitet, φίλημα, ein wollüstiger Kuß mit weitgeöffneten Lippen, Ar. Ach. 1163.

Greek (Liddell-Scott)

περιπεταστός: -ή, -όν, ἐφαπλούμενος ὁλόγυρα, π. φίλημα, ἀκόλαστον φίλημα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1021· πρβλ. χαυνόω.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui se déploie autour.
Étymologie: περιπετάννυμι.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περιπετάννυμι
1. απλωμένος γύρω γύρω σε κάτι
2. φρ. «περιπεταστὸν φίλημα» — φίλημα με ανοιχτά τα χείλη, φίλημα περιπαθές, λάγνο.

Greek Monotonic

περιπεταστός: -ή, -όν, απλωμένος τριγύρω ή από πάνω, σε Αριστοφ.