τριγύρω
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
Greek Monolingual
ΝΜ και τριγύρα και τριγύρου και τρογύρω Ν
επίρρ. γύρω γύρω, ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίρρ. τριγύρω έχει σχηματιστεί από το επιτατ. τρι- και το επίρρ. γύρω (για την επίταση στη λ. πρβλ. τη φρ. γύρου τριγύρου). Δυσερμήνευτος, ωστόσο, παραμένει ο τ. τρογύρου, αφού το τρι- δεν απαντά αλλού με τη μορφή τρο-. Το γεγονός αυτό οδήγησε ορισμένους στην υπόθεση ότι το επίρρ. τριγύρω έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του τρι- από το τρογύρω < φρ. τρέχω το γύρο με προληπτική ανάπτυξη του -ρ-].